Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Η ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΗ ΑΛΛΑΓΗ (π. Δημητρίου Μπόκου)













Τὸ φῶς εἶναι χαρὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸ σκοτάδι μαυρίλα καὶ
θλίψη. Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔβαλε ὁ Θεὸς μέσα στὸν κόσμο ποὺ
δημιούργησε, ἦταν τὸ φῶς. «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτω φῶς· καὶ
ἐγένετο φῶς. Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν».
Ἀργότερα ὁ Θεὸς δημιούργησε καὶ «τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς
μεγάλους», τὸν ἥλιο μὲ τὸ φεγγάρι, τὸν μεγάλο ἀστέρα γιὰ νὰ φωτίζει
τὴν ἡμέρα καὶ τὸν μικρότερο ἀστέρα γιὰ νὰ φωτίζει τὴ νύχτα.
Ἔφτιαξε καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἀστέρια.

Ὅλα αὐτὰ τὰ λαμπερὰ δημιουργήματα ποὺ ἀκτινοβολοῦσαν τὸ
φῶς, φάνηκαν καλὰ στὸν Θεό, τοῦ προξένησαν χαρὰ καὶ
εὐχαρίστηση (Γεν. 1, 3-18). Καὶ ὄχι μόνο στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους
τοὺς ἀγγέλους ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ νωρίτερα. Καὶ μετά, φάνηκαν
ὡραῖα καὶ στὸν ἄνθρωπο.

Καὶ ὅμως, παρ’ ὅλο ποὺ ὅλα αὐτὰ κάνουν τὸ σύμπαν νὰ
ἀκτινοβολεῖ, δὲν συγκρίνονται οὔτε στὸ ἐλάχιστο μὲ τὸ κατ’ ἐξοχὴν
γεγονὸς τοῦ φωτός, τὴν Ἀνάσταση. Τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ εἶναι
βέβαια πνευματικό, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ αἰσθητὸ καὶ ὁρατό.
Ὑπερβαίνει κάθε γνωστὴ αἴσθηση φωτός. Εἶναι ἀσυγκρίτως
λαμπρότερο ἀπὸ κάθε ὑλικὸ φῶς. «Ἐκ τοῦ τάφου ὡραῖος δικαιοσύνης
ἡμῖν ἔλαμψεν ἥλιος». Ὁ Χριστός, ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ἀνατέλλει
ἀπὸ τὸν τάφο γεμάτος ὀμορφιά.

Ὅσοι καθάρισαν τὶς αἰσθήσεις τους ἀπὸ ἁμαρτία καὶ τὶς ὄξυναν
πνευματικά, μποροῦν νὰ τὸν δοῦν «ἐξαστράπτοντα» μέσα στὸ
ἀπρόσιτο, ἐκτυφλωτικὸ καὶ ἀπλησίαστο φῶς τῆς Ἀναστάσεως. «Τὸ
θεῖον κάλλος», ἡ ἀστραφτερὴ αὐτὴ ὡραιότητα τοῦ ἀναστημένου
Χριστοῦ, συγκρινόμενη μὲ τὸν αἰσθητὸ ἥλιο, εἶναι ὅπως τὸ λαμπερὸ
μεσημέρι σὲ σχέση μὲ τὰ μαῦρα μεσάνυχτα.

Ὁ Ἡσαΐας προλέγει τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ σὰν φῶς μέγα,
ποὺ ἀνατέλλει στοὺς «κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (Ἡσ. 9,
2). Τὸ ὁμολογεῖ καὶ ὁ Χριστός, ὅτι ἦρθε νὰ φωτίσει τὸν κόσμο. «Ἐγὼ
φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα». Αὐτὸ τὸ φῶς ἔλαμψε ἰδιαίτερα κατὰ τὴν
Ἀνάστασή του. Ἀπὸ τὸν τάφο ἄστραψε φῶς καὶ ζωή. «Νῦν πάντα
πεπλήρωται φωτός». Τὰ οὐράνια, τὰ ἐπίγεια, τὰ καταχθόνια.
Ἀπὸ τὸν τάφο ἔλαμψε παντοῦ «τὸ ἄχρονον φῶς», ποὺ δὲν ἔχει
ἀρχὴ καὶ τέλος, δὲν τὸ διαδέχεται ποτὲ τὸ σκοτάδι. Μὲ τὸ ἀδιάδοχο
φῶς τοῦ Χριστοῦ ἀλλάζουν τὰ πάντα δραματικά, μὲ μιὰ ἀλλαγὴ
πρωτόγνωρη γιὰ τὸν κόσμο ποὺ βρισκόταν στὴ μαυρίλα τοῦ
θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ὁ πρὸ καὶ ὁ μετὰ Χριστὸν κόσμος δὲν θὰ
ἔμοιαζαν πλέον ποτὲ σὲ τίποτε.

Γιὰ νὰ τὸ νιώσουμε λίγο αὐτό, ἂς σκεφτοῦμε, π. χ., πῶς ἦταν ὁ
κόσμος, πρὶν ἀνακαλυφθεῖ τὸ ἠλεκτρικὸ φῶς, ὅταν εἴχαμε μόνο
λυχναράκια καὶ λάμπες πετρελαίου. Περιγράφει τὴν ἐκπληκτική του
ἐντύπωση ὁ μητροπολίτης τοῦ Σουρὸζ Ἀντώνιος, ὅταν ἔφτασε μικρὸς
στὸ Παρίσι.

«Γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου ἦρθα σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν
ἠλεκτρισμὸ καὶ ἔμαθα γιὰ τὴν ὕπαρξή του. Πήγαμε σὲ κάποιο
σκοτεινὸ μέρος, σταμάτησα καὶ εἶπα: Πρέπει νὰ ἀνάψουμε μιὰ λάμπα.
Ἡ μητέρα μου εἶπε: Ὄχι, μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀνάψει τὸ ἠλεκτρικό. Δὲν
κατάλαβα τί ἐννοοῦσε καὶ ξαφνικὰ ἄκουσα ἕνα σύντομο κρότο (τὸν
διακόπτη) καὶ ἐγένετο φῶς.

Αὐτὸ ἦταν ἕνα κοσμοϊστορικὸ γεγονός. Οἱ ἑπόμενες γενιὲς δὲν
θὰ τὸ καταλάβουν, γιατὶ γεννιοῦνται μὲ τὴν ἠλεκτρικὴ ἐνέργεια.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὅμως ἡ ἐμπειρία αὐτὴ ἦταν τόσο ἀκατανόητη: Τὸ
φῶς μπορεῖ νὰ ἀνάψει καὶ νὰ σβήσει ξαφνικά. Δὲν χρειάζεται νὰ
ἀνάψεις τὴ λάμπα πετρελαίου, τὸ φῶς δὲν παράγει καπνιά, δὲν
χρειάζεται νὰ καθαρίσεις τὸ γυαλί του… Ἕνας ὁλόκληρος κόσμος εἶχε
ἐξαφανιστεῖ» (Ἀντώνιος Μπλούμ, Μικρὸ Συναξάρι, ἐκδ. Ἐν πλῷ, σ. 45).
Ἡ ἀλλαγὴ ὅμως ποὺ φέρνει ἡ Ἀνάσταση, εἶναι ριζικὰ διάφορη
ἀπὸ κάθε φυσικὴ ἀλλαγή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου