Καθ’ οδόν προς τα Ιεροσόλυμα για το τελευταίο Πάσχα του ο
Χριστός, προσεγγίζοντας στην Ιεριχώ, συνάντησε ένα ζητιάνο τυφλό,
ο οποίος τον ικέτευσε με μεγάλες κραυγές να τον ελεήσει. Ο Χριστός
είπε να τον φέρουν μπροστά του και τον ρώτησε: Τί θέλεις να σου
κάνω; Και ο τυφλός απάντησε: «Κύριε, ίνα αναβλέψω». Θέλω το φως
μου (Κυριακή ΙΔ΄ Λουκά).
Ο τυφλός της Ιεριχούς είχε ξεκάθαρο αίτημα, γιατί είχε σαφή
επίγνωση της κατάστασής του. Γνώριζε καλά την αδυναμία του, ότι
είναι τυφλός. Βίωνε τις συνέπειες της τύφλωσης με τρόπο που δεν
του άφηνε περιθώριο για ψευδαισθήσεις. Οι ανθρώπινες
προσπάθειες, οι γιατροί, τα φάρμακα, κρίθηκαν όλα ανώφελα.
Απογοητευμένος από κάθε ανθρώπινο μέσο, έβλεπε καθαρά τί του
έλειπε, αλλά και πού θα το βρει. Η σωματική τύφλωση είχε ανοίξει
μια φωτεινή ρωγμή στην ψυχή του. Κατάλαβε καλά, ότι βοήθεια θα
μπορούσε να έχει μόνο από τον Θεό και όχι από τον εαυτό του ή από
τους άλλους ανθρώπους. Έριξε λοιπόν την αδυναμία του μπροστά
στον Θεό.
Δεν το κατανοούμε όλοι τόσο εύκολα αυτό. Ιδιαίτερα όταν
πρόκειται για θέματα της ψυχής μας. Εμπιστευόμαστε περισσότερο
τις δυνάμεις μας. Θεωρούμε ότι βλέπουμε καλά και γνωρίζουμε να
διορθώνουμε μόνοι μας τον εαυτό μας. Έτσι, όταν κάποτε ο Χριστός
μίλησε για τυφλούς που όμως βλέπουν και για κάποιους με ανοιχτά
μάτια που δεν βλέπουν, οι «φωτισμένοι και σοφοί» Φαρισαίοι του
είπαν: Μήπως και εμείς είμαστε τυφλοί; (Ιω. 9, 39-40). Οι
αναγνωρισμένοι διδάσκαλοι του λαού; Οι διάδοχοι του Μωυσέως;
Και θα πρέπει να γίνουμε δικοί σου μαθητές για να ανοίξουν τα μάτια
μας; Αδύνατο να κατανοήσουν την αδυναμία τους. Και να πέσουν
ταπεινά στα πόδια του Θεού, ζητώντας από αυτόν φωτισμό και
βοήθεια. «Δεν είχαν συναίσθηση πόσο τυφλοὶ ήταν! Η τραγωδία
είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε την τύφλωσή μας» (Antony Bloom).
Ο μακάριος Μωυσής ο Αιθίοψ, ο φοβερός λήσταρχος που έγινε
μέγας ασκητής, εφάμιλλος των μεγάλων Πατέρων, πολεμήθηκε
σφοδρά κάποτε από τον δαίμονα της πορνείας. Νόμισε ότι μπορεί να
τον αντιπαλέψει με φοβερή άσκηση, άκρα νηστεία, εγκλεισμό σε
κελλί, συνεχή αγρυπνία επί έξι χρόνια και άλλους κόπους, αλλά εις
μάτην. Το σώμα του έλειωσε απ’ τις σκληραγωγίες, αρρώστησε
κιόλας βαριά για ένα χρόνο, μα αποτέλεσμα μηδέν.
Του λέει τότε ο αββάς Ισίδωρος: «Πάψε λοιπόν, αδελφέ Μωυσή,
να πολεμάς τόσο τους δαίμονες. Υπάρχουν όρια και στην άσκηση
όταν παλεύεις μαζί τους. Από τη στιγμή αυτή, στο όνομα του Χριστού,
παύει κάθε πόλεμος εναντίον σου. Βασανίστηκες όμως τόσο πολύ
από το πάθος αυτό, για να μην καυχηθείς ότι το νίκησες εσύ, με τη
δική σου δύναμη. Βλέποντας την αδυναμία σου, να μη θαρρείς στην
άσκησή σου, αλλά να προστρέχεις πάντα στη βοήθεια του Θεού. Για
το καλό σου, για να μην πέφτεις σε υπερηφάνεια» (Ευεργετινός, τ. Β΄,
Υπόθ. 26, σ. 304εξ.).
Γνώριζε τί μπορείς και τί είναι πέρα από τις δυνατότητές σου.
«Ρίψον ενώπιον του Θεού την αδυναμίαν σου» και θα βρεις ανάπαυση
(αββάς Αγάθων, κα΄).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου