Μιὰ θαυμάσια παραβολὴ εἶπε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δείξει ὅτι
μπροστὰ στὸν Θεὸ ὁ πλούσιος δὲν ἔχει κανένα πλεονέκτημα, ἀλλὰ καὶ
ὁ φτωχὸς κανένα μειονέκτημα. Ἕνας πλούσιος, ἀνώνυμος γιὰ τὸν
Θεό, πέρασε τὴ ζωή του μὲ ἄνεση, ἐνῶ ἕνας φτωχός, ὁ Λάζαρος,
ἔζησε στὴν ἀπόλυτη στέρηση, ριγμένος στὴν πόρτα τοῦ πλούσιου.
Μετὰ θάνατον ὅμως ἡ κατάσταση ἀντιστράφηκε ἄρδην. Ὁ πλούσιος
βρέθηκε στὴ φλόγα καὶ τὰ βάσανα τοῦ Ἅδη, ἐνῶ ὁ Λάζαρος στὴν
ἄνεση καὶ τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραὰμ
(Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ).
Ὁ πλούσιος δὲν ἔκανε κάποιο εἰδικὸ κακὸ στὸν Λάζαρο. Ἁπλῶς
τὸν ἀγνόησε. Δὲν θεώρησε πὼς ἄξιζε νὰ ἀσχοληθεῖ μαζί του. Εἶχε τὴ
δική του ἀξιολογικὴ κλίμακα γιὰ τὸν καθένα. Μπροστά του δὲν εἶχαν
ὅλοι τὴν ἴδια ἀξία. Διαβάθμιζε τοὺς ἀνθρώπους μὲ κριτήρια
διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τὸν φτωχὸ Λάζαρο δὲν τὸν
εἶχε κἂν γιὰ ἄνθρωπο. Καὶ ναὶ μέν, δὲν προέβη σὲ κάποια ἐνέργεια
ἐναντίον του, θὰ λέγαμε ὅτι τὸν ἀνέχτηκε κιόλας νὰ ζητιανεύει στὴν
πόρτα του, ἀλλὰ καὶ δὲν ἐνδιαφέρθηκε ποτὲ γι’ αὐτόν. Γιὰ τὸν
πλούσιο ὁ Λάζαρος ἁπλῶς δὲν ὑπῆρχε.
Ὁ Χριστὸς ὅμως ἔπραξε τὸ ἀντίθετο. Διήνυσε τὴν τεράστια
ἀπόσταση ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μέχρι τὴ γῆ, γιὰ νὰ βρεῖ τὸν φτωχὸ
ἄνθρωπο. Ἦρθε φτωχὸς ὁ ἴδιος, ξένος καὶ κατατρεγμένος ἀπὸ τὴν
στιγμὴ τῆς Γέννησής του, γιὰ νὰ δώσει ἀνάσα ζωῆς στοὺς ἀνθρώπους
ποὺ δὲν εἶχαν στήριγμα καὶ βοήθεια ἀπὸ πουθενά. «Εὐαγγελίσαθαι
πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με» (Λουκ 4, 18). Ἦρθα, λέει, γιὰ νὰ φέρω στοὺς
φτωχοὺς τὸ χαρμόσυνο νέο, ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι πλέον
ἐδῶ, παροῦσα ἤδη γι’ αὐτούς. Ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ἀποστρέφεται, ἀλλὰ
τοὺς τιμᾶ ἰδιαίτερα, καλώντας τους νὰ γίνουν συνδαιτημόνες του,
ὁμοτράπεζοι στὸ πανευφρόσυνο τραπέζι τῆς Βασιλείας του. Τοὺς
θεωρεῖ ὄχι δούλους, ἀλλὰ ἀδελφούς του. Καὶ μᾶς καλεῖ νὰ τοὺς
βλέπουμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο κι ἐμεῖς.
Γράφει ὁ γέροντας Τρύφωνας τοῦ Βάσον:
«Κατηφορίζαμε ἕναν δρόμο τοῦ Σὰν Φρανσίσκο μὲ ἕναν
ἡλικιωμένο ἐπίσκοπο. Μισὸ τετράγωνο μπροστὰ ἕνας ἄνδρας μὲ
βρώμικα κουρελιασμένα ροῦχα ἐρχόταν πρὸς τὸ μέρος μας. Ἀπὸ τὰ
ξεχαρβαλωμένα παπούτσια του φαίνονταν οἱ πατοῦσες τῶν ποδιῶν
του. Ἔπιασα τὸν ἐπίσκοπο ἀπὸ τὸ μπράτσο γιὰ νὰ τὸν κατευθύνω στὸ
ἀπέναντι πεζοδρόμιο. Ἐκεῖνος ἐπέμενε νὰ συνεχίσουμε ὅπως
πηγαίναμε καὶ τότε ἐγὼ εἶπα, ὅτι ἦταν ἀνάγκη νὰ περάσουμε ἀπέναντι
γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὸν ἄντρα μὲ τὸ «σαλεμένο» βλέμμα ποὺ μᾶς
πλησίαζε. Ὁ ἐπίσκοπος ὅμως ἀγνόησε τὶς διαμαρτυρίες μου κι ἔτσι
συνεχίσαμε τὴν πορεία μας πρὸς τὸν βρώμικο ἄστεγο.
Μόλις ἤρθαμε πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, ὁ ἐπίσκοπος
σταμάτησε, ἔσκυψε πρὸς τὸ μέρος του, πῆρε τὰ βρώμικα χέρια τοῦ
ἀνθρώπου στὰ δικά του καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα χαρτονόμισμα εἴκοσι
δολαρίων: «Νὰ πάρεις κάτι νὰ φᾶς». Ὁ ἄνδρας, ποὺ τόση ὥρα κοίταζε
τὸ ἔδαφος, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ μᾶς κοίταξε μὲ τὰ πιὸ καθαρὰ
γαλανὰ μάτια ποὺ εἶχα δεῖ ποτὲ στὴ ζωή μου, χαμογέλασε καὶ πῆρε τὰ
χρήματα. Παρατήρησα, ὅτι ἐκεῖνα τὰ μάτια δὲν ἦταν μάτια κάποιου
τρελοῦ ἢ ἐξαθλιωμένου ζητιάνου, ἀλλά μάτια ἑνὸς πανέξυπνου
ἀνθρώπου. Ὁ ἐπίσκοπος ἀπάντησε: «Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε,
πέσαμε πάνω σ’ ἕναν ἄγγελο». (Μικρὰ Ἑωθινά, ἐκδ. Ἐν πλῷ, σ. 227).
Μποροῦμε νὰ βλέπουμε τὸν κάθε φτωχὸ σὰν ἕνα ἄγγελο, σὰν
τὸν ἴδιο τὸν Χριστό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου