Δέκα λεπροὺς θεράπευσε κάποτε ὁ Χριστός. Μόνο ἕνας ὅμως
ἐπέστρεψε νὰ τοῦ πεῖ εὐχαριστῶ. Καὶ αὐτὸς δὲν ἦταν κἂν ἀπὸ τὸν
ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ «ἀλλογενής», ἕνας Σαμαρείτης. Ὁ Χριστὸς
ἐπισήμανε τὸ γεγονός, δείχνοντας ὅτι δίνει μεγάλη σημασία στὸ εἶδος
συμπεριφορᾶς ποὺ υἱοθετοῦμε ἀπέναντί του (Κυριακὴ ΙΒ΄ Λουκᾶ).
Γιατί ἄραγε;
Ἔχει νὰ κερδίσει κάτι ἀπὸ μᾶς; Περιμένει νὰ τοῦ προσφέρουμε
κάτι ποὺ τοῦ λείπει; Ὄχι βέβαια! «Οἱ εὐχαριστίες τῶν ἀνθρώπων δὲν
θὰ κάνουν σπουδαιότερο τὸν Θεό, δὲν θὰ τὸν κάνουν πιὸ δυνατό, πιὸ
ἔνδοξο, πιὸ πλούσιο ἢ πιὸ ζωντανό. Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ ἀποκτήσουν οἱ
ἄνθρωποι. Ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν ἀνθρώπων δὲν θὰ προσθέσει τίποτα
στὴν εἰρήνη καὶ τὴ μακαριότητα τοῦ Θεοῦ, θὰ προσθέσει τὰ
χαρακτηριστικὰ αὐτὰ ὅμως στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ
δοξολογία πρὸς τὸν Θεὸ δὲν θ’ ἀλλάξει σὲ τίποτα τὴν ὕπαρξή Του, θ’
ἀλλάξει ὅμως κάτι στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὴν εὐγνωμοσύνη μας, οὔτε καὶ τὶς
προσευχές μας. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: ‘‘Οἶδε γὰρ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὧν
χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτὸν’’ (Ματθ. 6, 8). Καὶ ὅμως δίδαξε
τοὺς μαθητές του ὅτι πρέπει πάντοτε νὰ προσεύχονται καὶ μάλιστα νὰ
μὴν ἀποθαρρύνονται, ἂν τυχὸν οἱ προσευχὲς δὲν εἰσακούονται
ἀμέσως (Λουκ. 18, 1). Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τὶς προσευχές μας, μᾶς
προτρέπει ὅμως νὰ προσευχόμαστε. Δὲν ἔχει ἀνάγκη τὴν
εὐγνωμοσύνη μας, ἀλλὰ τὴν ἀπαιτεῖ ἀπὸ μᾶς» (ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς).
Γιατί ἄραγε;
Ἐπειδὴ ἡ εὐχαριστιακὴ σχέση εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ σχέση μὲ τὸν
Θεό. Ὅ,τι καὶ ἂν συμβαίνει στὴ ζωή μας, λύπη ἢ χαρά, εἶναι
δευτερεῦον καὶ ἀσήμαντο μπρὸς σ’ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς.
Ποιὸ εἶναι αὐτό; «Σύ, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες». Καὶ
δὲν ἀρκέστηκε μόνο νὰ μᾶς φέρει στὴν ὕπαρξη. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐμεῖς
παραστρατήσαμε καὶ πέσαμε, Ἐκεῖνος δὲν σταμάτησε νὰ κάνει τὰ
πάντα, μέχρι νὰ μᾶς ἀνεβάσει πάλι στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴ
μέλλουσα Βασιλεία του. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸν εὐχαριστοῦμε, εἴτε τὰ
γνωρίζουμε εἴτε ὄχι, γιὰ ὅλες τὶς φανερές, ἀλλὰ καὶ ἀφανεῖς
εὐεργεσίες ποὺ ἔκανε σὲ μᾶς. Ἐπειδὴ ὅλα ὅσα ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς στὴ
ζωή μας, εἴτε εὐχάριστα εἴτε δυσάρεστα, εἶναι γιὰ τὴν πνευματική μας
ὠφέλεια καὶ σωτηρία.
Καὶ εἶναι αὐτονόητο βέβαια νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς χαρές
μας, πράγμα ποὺ καὶ αὐτὸ συνήθως τὸ ξεχνᾶμε. Ἀλλὰ πολὺ
περισσότερη ἀξία ἔχει νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε
στὶς λύπες καὶ τὰ βάσανα. Νὰ λέμε συνεχῶς «δόξα τῷ Θεῷ πάντων
ἕνεκεν». Γιὰ ὅλα (ἅγ. Ἰω. Χρυσόστομος).
Μὰ δὲν φτάνει οὔτε αὐτό. Ἡ καθημερινή μας εὐχαριστία πρέπει
νὰ ἐκβάλλει πάντα στὴ Θεία Εὐχαριστία. Μὲ ἄλλα λόγια: Δὲν ὑπάρχει
τίποτε ἀνώτερο νὰ προσφέρουμε στὸν Θεό, ἀπ’ τὸ νὰ καταθέτουμε
τὴν ἀτομικὴ μικρή μας εὐχαριστία ὅλοι μαζὶ στὸν βωμὸ μιᾶς
ὑπέρτατης, ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντός, κοινῆς προσφορᾶς «κατὰ πάντα
καὶ διὰ πάντα», ὑμνώντας, εὐλογώντας καὶ εὐχαριστώντας τὸν Κύριο
ὑπὲρ «τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς
οὐρανοὺς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέρας καὶ
ἐνδόξου πάλιν παρουσίας» του.
Νιώθεις ἄραγε τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα αὐτὰ
«ἐν παντὶ καιρῷ»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου