Στὴν πύλη τῆς Ἱεριχοῦς ζητιάνευε ἕνας τυφλός. Κάποια μέρα ὁ
Χριστὸς πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ. Ὅταν τὸ ἀντιλήφθηκε ὁ τυφλός, ἄρχισε νὰ
φωνάζει δυνατά: «Ἰησοῦ, Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Ὁ Χριστὸς (σὰν νὰ μὴ
γνώριζε) τὸν ρώτησε πρῶτα: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Ἐκεῖνος
ἀπάντησε: Κύριε, θέλω νὰ δῶ. Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ξανάδωσε ἀμέσως
τὸ φῶς του, λέγοντάς του: «Ἀνάβλεψον». Ἡ πίστη σου σὲ ἔχει σώσει
(Κυριακὴ ΙΔ΄ Λουκᾶ).
Ὁ Χριστὸς ἔκανε ἐκεῖνο ποὺ εἶναι αὐτονόητο καὶ πανεύκολο γιὰ
τὸν Θεό. Χάρισε φῶς. Γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. «Ἐγὼ
φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα», λέει ὁ Χριστός, γιὰ νὰ μὴ μείνει στὸ
σκοτάδι κανένας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν σὲ μένα. Ὁ Χριστὸς
εἶναι τὸ ἀληθινὸ φῶς ποὺ «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν
κόσμον» (Ἰω. 8, 12. 12, 46. 1, 9).
Καὶ δὲν εἶναι μόνο πνευματικὸ φῶς ποὺ φωτίζει τὶς ψυχὲς τῶν
ἀνθρώπων ὁ Θεός, ἀλλὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ αὐτὸς ποὺ δημιουργεῖ
τὸ φυσικὸ φῶς. Τὸ πρῶτο ποὺ κάνει ὁ Θεός, ὅταν ἐκ τοῦ μηδενὸς
δημιουργεῖ τὸν κόσμο, εἶναι νὰ φωτίσει τὸ ἀρχέγονο «σκότος ἐπάνω
τῆς ἀβύσσου», δίνοντας ἁπλῶς τὴν κυριαρχικὴ προσταγή: «Γενηθήτω
φῶς. Καὶ ἐγένετο φῶς». Καὶ διασφαλίζει τὸν διαρκῆ φωτισμὸ τοῦ
κόσμου μὲ τὴ δημιουργία τῶν φωστήρων στὸ στερέωμα τοῦ
οὐρανοῦ, τοῦ ἥλιου καὶ τῆς σελήνης. «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοὺς δύο
φωστῆρας τοὺς μεγάλους, τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς τῆς ἡμέρας
καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτός, καὶ τοὺς ἀστέρας».
Ἔτσι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὴν εὐεργετικὴ γιὰ ὅλα τὰ πλάσματά του
ἐναλλαγὴ φωτὸς καὶ σκότους. «Καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ
φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν
καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα». Ρυθμιστὲς τῆς συνεχοῦς αὐτῆς
ἐναλλαγῆς βάζει τὸν ἥλιο καὶ τὴ σελήνη, τοὺς οὐράνιους φωστῆρες
ποὺ ὅρισε νὰ φέγγουν «ἐπὶ τῆς γῆς», νὰ ἄρχουν «τῆς ἡμέρας καὶ τῆς
νυκτός», νὰ διαχωρίζουν «ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ
σκότους». Μὲ τὴν ἐξουσία τους πάνω στὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα τὰ δυὸ
αὐτὰ οὐράνια σώματα, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἀστέρες, τάχθηκαν ἀπὸ τὸν
Θεὸ «εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτούς».
Ρυθμίζουν εὔρυθμα, κατὰ τοὺς νόμους καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὴ
λειτουργία τῶν καιρῶν καὶ τῶν ἐποχῶν. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι
καλόν». Θεώρησε καλὸ τὸ φῶς (Γεν. 1, 2-19).
Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι πάντοτε μέσα στὸ φῶς. Καὶ
τοὺς ἔδωσε μάτια νὰ τὸ βλέπουν, νὰ χαίρονται μέσα στὸ φῶς τὶς
ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου. Ἔδωσε ὅμως καὶ θεῖο φωτισμό, μάτια στὶς
ψυχές, νὰ ἀκοῦνε καὶ νὰ κατανοοῦν τὸν λόγο του. Νὰ τὸν ἔχουν
ἀκτινοβόλο λύχνο στὰ βήματά τους, φῶς στὶς τρίβους τῆς ζωῆς τους
(Ψαλμ. 118, 105).
Πόσο σημαντικὸ εἶναι νὰ βλέπουμε! Γι’ αὐτὸ καὶ τίποτε δὲν
προσέχουμε σὰν τὰ μάτια μας. Πόσο θλιβερὸ θὰ ἦταν νὰ στερηθοῦμε
τέτοιο θεϊκὸ δῶρο! Νὰ χάσουμε τὸ φῶς μας! Νὰ βυθιστοῦμε σὲ νύχτα
ἀξημέρωτη!
Ἀλλὰ καὶ πόσο θλιβερότερο θὰ ἦταν νὰ τυφλωθοῦν οἱ ψυχές μας
καὶ νὰ βλέπουμε τὰ πάντα ἀντίστροφα! Νὰ νομίσουμε τὰ λόγια τοῦ
Θεοῦ σκοταδισμὸ καὶ μεσαίωνα! Καὶ πρόοδο νὰ θεωρήσουμε τὴν
ἁμαρτία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου