«Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» Εἶναι τὸ ἐρώτημα ποὺ
ἀπευθύνει ἕνας πλούσιος ἄρχοντας στὸν Ἰησοῦ (Κυριακὴ ΙΓ΄ Λουκᾶ).
Ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι τὸ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Σύμπασα ἡ ἀνθρωπότητα σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, ὅλοι οἱ πολιτισμοί, ὅλες
οἱ θρησκεῖες, στάθηκαν μὲ ἰδιαίτερο προβληματισμὸ μπρὸς στὸ
μεγάλο ἐρώτημα: Ὑπάρχει αἰώνια ζωή; Ὑπάρχει ἀθανασία; Καὶ πῶς
μπορεῖ νὰ τὴν κληρονομήσει ὁ ἄνθρωπος;
Ἡ μεγάλη τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι ἡ ζωή
του ἔχει ἡμερομηνία λήξης. Ὅσα σχεδιάζει, ὅσα ὀνειρεύεται, ὅσα
ἐλπίζει, συντρίβονται τελικὰ ἀπὸ τὸν θάνατο. «Ἐπελθὼν γὰρ ὁ
θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται». Ἡ συνειδητοποίηση τοῦ γεγονότος
αὐτοῦ, τοῦ τέλους τῶν πάντων, εἶναι ἕνα δυσβάστακτο φορτίο, στὴ
σκιὰ τοῦ ὁποίου ὀφείλει νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος. Ποικίλλουν βέβαια καὶ
οἱ λύσεις ποὺ προτάθηκαν γιὰ νὰ ὑπερκερασθεῖ τὸ ἀποτρόπαιο
γεγονὸς τοῦ θανάτου, νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἀδιατάρακτη συνέχεια τῆς
ζωῆς.
Ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ἀναζητήθηκε τὸ ἑλιξίριο τῆς ζωῆς. Τὸ
μαγικὸ φάρμακο, τὸ ἀθάνατο νερό, ποὺ θὰ χάριζε αἰώνια νιότη καὶ
ἀθανασία. Ἡ ἀλχημεία παραχώρησε τὴ θέση της στὴν ἐπιστήμη, ποὺ
ἀγωνίζεται νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο ὅλο καὶ πιὸ ἄτρωτο στὴ φθορὰ καὶ
τὸν θάνατο, χωρὶς ὅμως νὰ διαφαίνεται ἀκόμα κάποια αἰσιόδοξη
προοπτική. Ἡ κρυογενετικὴ πειραματίζεται μὲ τὴν ἰδέα τῆς κατάψυξης
τῶν σωμάτων, εὐελπιστώντας νὰ μπορέσει κάποτε νὰ τὰ ζωντανέψει
ξανά. Ἡ ψηφιακὴ τεχνολογία ἐπιχειρεῖ νὰ διασώσει τὰ δεδομένα τοῦ
κάθε ἀνθρώπου, τὶς ἀναμνήσεις, τὰ συναισθήματα, τὸ «πνεῦμα» του,
στὴν «ἀθάνατη» μνήμη κάποιου ὑπολογιστῆ. Ἀλλὰ καὶ ἡ
ὑστεροφημία, ἡ ἀγαθὴ μνήμη ποὺ θὰ ἀφήσει κάποιος στὶς ἑπόμενες
γενιές, εἶναι κάποια παρηγοριά, λογίζεται ὡς εἶδος ἀθανασίας.
Ὅμως…
Τὴν ἀληθινὴ ζωή, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου,
ἀλλὰ εκτείνεται στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα, μόνο ὁ Χριστὸς τὴν
ὑπόσχεται κατηγορηματικὰ καὶ τὴ χορηγεῖ. Τὴν ταυτίζει μάλιστα μὲ
τὸν ἑαυτό του. Καὶ δὲν εἶναι μόνο ἡ πραγματικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση ὁ
Χριστός, ἀλλὰ καὶ ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτήν. Τονίζει ὅτι ὁ
θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ καταργήσει τὴ ζωὴ αὐτή. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ,
κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ
εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. 11, 26). Ἡ ἀληθινὴ ζωὴ δηλαδὴ εἶναι ὄχι ἡ τωρινή,
ἀλλὰ ἡ μεταθανάτια.
«Σᾶς ἔχω ξαναπεῖ, λέει ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὅτι μετὰ θάνατον θά
’μαι πιὸ πολὺ κοντά σας ἀπὸ ὅσο τώρα, διότι θὰ ζῶ πιὸ κοντὰ μὲ τὸν
Χριστό». «Δυστυχῶς οἱ πολλοὶ πιστεύουν πὼς μὲ τὸν θάνατο φθάνει
καὶ τὸ τέλος, λέει ὁ ἅγιος Θεοδόσιος τοῦ Καυκάσου. Ἡ ζωὴ ὅμως
ἀρχίζει μετὰ τὸν ἐπὶ γῆς θάνατο».
«Τὸ αἴσθημα τῆς αἰωνιότητος, γράφει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος,
κάποτε ἐντείνεται μέσα μας καὶ κάποτε ἐξασθενεῖ, ἀνάλογα μὲ τὸ
μέτρο τῆς χάριτος ποὺ ἐκχύνεται ἐπάνω μας… Ὁλόκληρη ἡ στροφή
μας πρὸς τὴ γῆ, πρὸς τὶς σαρκικὲς ἐμπειρίες, φονεύει μέσα μας ὄχι
μόνο τὴν αἴσθηση τῆς αἰωνιότητος, ἀλλὰ καὶ τὴν πίστη στὸν Θεό. Ἡ
πίστη ὅμως στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς
γεννήσεως Ἄνωθεν, ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Καὶ ἡ σύμφωνη μὲ τὶς ἐντολές
Του ζωὴ ὁδηγεῖ στὴν ἔντονη ὣς καὶ ὀφθαλμοφανῆ αἴσθηση τῆς
ἀθανασίας» (Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, σ. 277-278).
Λοιπόν; Ἀναζητεῖς μήπως καὶ σὺ δρόμο ἀσφαλῆ γιὰ τὴν
αἰωνιότητα; «Τὰς ἐντολὰς οἶδας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου