menu

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

ΤΟ ΑΝΙΚΗΤΟ ΟΠΛΟ















                                                                         π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ ἐξόριστος ἄνθρωπος μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη του
πατρίδα, τὸν Παράδεισο, στὴ γῆ τῆς πικρῆς ἐξορίας του (Κυριακὴ τῆς
Τυρινῆς). Ἁλυσοδεμένος μὲ τὸν βαρὺ τῶν παθῶν του κλοιό, ρίχτηκε
στὰ κάτεργα χωρὶς ἔλεος, στὰ βαριά, ἐξαντλητικά, καταναγκαστικὰ
ἔργα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ νοσταλγία ὅμως γιὰ τὴν ποθεινή του πατρίδα
δὲν ἔσβησε ποτέ, ἔκαιγε ἀσίγαστη μέσα του. Ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό
του νὰ μὴν ἐπιτρέψει συμβιβασμὸ μὲ τὴν ἰδέα τῆς ἰσόβιας καταδίκης.
Ἔταξε σκοπό του νὰ βρεῖ τρόπο διαφυγῆς. Μὰ πῶς θὰ τὸ κατόρθωνε
αὐτό; Οὔτε ὁ ἴδιος δὲν ἤξερε.

Πίστευε πολὺ στὸ κοφτερό του μυαλό, στὴν ἀξιοσύνη του. Ἂς
μποροῦσε μόνο νὰ ἐξασφαλίσει κάποιο μέσο, κάποιο ὅπλο! Μὰ ὅταν
μπόρεσε νὰ βρεῖ κάποτε ἕνα σχοινὶ γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπ’ τὰ τείχη,
χιλιάδες σχοινιὰ βρέθηκαν γιὰ νὰ τὸν δέσουν ξανά. Ὅταν ξέθαψε μιὰ
παλιὰ σιδερένια λάμα καὶ τροχίζοντάς την κρυφὰ τὴν ἔκανε μαχαίρι,
χιλιάδες μαχαίρια τὸν ἀνάγκασαν νὰ ξανασκύψει. Ὅταν μὲ τὰ πολλὰ
κατάφερε νὰ κλέψει τὸ ξίφος τοῦ φρουροῦ του, χιλιάδες σπαθιὰ
ἀπείλησαν νὰ κόψουν τὸν δικό του λαιμό. Ὅ,τι κι ἂν ἔκανε, ἦταν
ἀνώφελο. Ἄστραφτε ἀπὸ μῖσος τὸ βλέμμα του, μὰ τοὺς ἴδιους
κεραυνοὺς μίσους ἔβλεπε καὶ στὰ μάτια τῶν ἄλλων. Κόχλαζε ἀπὸ
θυμὸ ἡ καρδιά του, μὰ τὴν ἴδια πυρωμένη λάβα ἐκτόξευαν ἐναντίον
του -ἴδια καυτὰ ἡφαίστεια- καὶ οἱ γύρω του. Ὅσο ἔβγαζε κακία αὐτός,
τόσο πλήθαινε ἡ κακία καὶ ἀπέναντί του. Πλῆρες ἀδιέξοδο οἱ μέθοδοί
του!

Θυμήθηκε τότε τὴ σοφὴ κουβέντα ποὺ ἔλεγε: Ὅπως φέρεστε,
θὰ σᾶς φερθοῦν. «Τῷ γὰρ αὐτῷ μέτρῳ, ᾧ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται
ὑμῖν» (Λουκ. 6, 38). Μὲ τὸ μέτρο ποὺ μετρᾶτε, θὰ μετρηθεῖτε καὶ σεῖς.
Ὅ,τι νιώθετε γιὰ τοὺς ἄλλους, θὰ νιώθουν καὶ κεῖνοι γιὰ σᾶς. Ὅπως
κρίνετε, θὰ κριθεῖτε. Ἂν συγχωρήσετε, θα συγχωρηθεῖτε. Ὅποιο
ὅπλο χρησιμοποιεῖτε, θὰ τὸ χρησιμοποιήσουν καὶ γιὰ σᾶς. Πιὸ ἁπλᾶ:
Ὅ,τι δίνεις, θὰ πάρεις. Ὅ,τι κάνεις, θὰ σοῦ κάνουν. «Μάχαιραν ἔδωκας,
μάχαιραν θὰ λάβεις». Ὅποιος «εἰς αἰχμαλωσίαν ἀπάγει», αἰχμάλωτος θὰ
καταλήξει κι αὐτός. Ὅποιος σκοτώνει μὲ μαχαίρι, «δεῖ αὐτὸν ἐν
μαχαίρᾳ ἀποκτανθῆναι» (Ἀποκ. 13, 10). Ὅποιος χύνει αἷμα ἀνθρώπου,
«ἀντὶ τοῦ αἵματος αὐτοῦ ἐκχυθήσεται». Θὰ χυθεῖ καὶ τὸ δικό του αἷμα
(Γεν. 9, 6). Τὴν πληγὴ μὲ πληγὴ τὴν πληρώνεις (Αἰσχύλος).
Καὶ τότε ἔγινε τὸ ἀναπάντεχο. Ὁ ἐχθρός του ἔπεσε. Μιὰ μέρα
στὴν ἐρημιὰ ὁ φρουρός του βρέθηκε ἀπὸ λάθος σὲ ἀπροσπέλαστο
γκρεμό, ἐγκλωβίστηκε σὲ παγίδα θανάτου. Ἡ παγωνιὰ ἢ τὰ ἀγρίμια
θὰ τὸν ἀποτέλειωναν γρήγορα. Ὁ ἐξόριστος εἶδε μπροστά του
μοναδικὴ ὁδὸ σωτηρίας. Ἂν καὶ μὲ ἁλυσίδες στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια,
ἔτρεξε νὰ φύγει. Μὰ ὁ ἐχθρὸς φώναξε: «Ἂν θέλεις, βοήθησέ με! Ἔχω
γυναίκα καὶ μικρὰ παιδιά!» Νὰ σώσει τὸν ἐχθρό του; Νὰ χάσει τὴν
εὐκαιρία τῆς ζωῆς του; Θὰ ἦταν σίγουρα τρελός, ἂν τὸ ἔκανε. Τὸ
κοφτερό του μυαλὸ ἔλεγε ὄχι. Μὰ ἡ καρδιά του ἀπροσδόκητα τὸν
πρόδωσε. Ἔγινε τὸ ἀπίστευτο. Γιὰ πρώτη φορὰ σκέφτηκε
ἀνθρώπινα. Εἶδε ἀπέναντί του ἄνθρωπο, ὄχι ἐχθρό. Γύρισε πίσω ἀντὶ
νὰ φύγει. Ἔριξε σχοινὶ σωτηρίας, τράβηξε, ἔσωσε τὸν ἐχθρό. Καὶ
ἀμέσως ἔγινε τὸ θαῦμα.

Οἱ ἁλυσίδες του ἔπεσαν στὸ χῶμα ξαφνικὰ ἀπὸ μόνες τους. Οἱ
κλειστὲς πόρτες τῆς ἀπέραντης φυλακῆς του ἄνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ
ἐχθρός του τὸν κοίταξε μὲ συγκίνηση, εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη. «Νὰ
εἶσαι εὐλογημένος!» τοῦ εἶπε. «Εἶσαι ἐλεύθερος!»

Ὁ ἐξόριστος ἄνθρωπος ἀνακάλυψε ἐπιτέλους τὸ ἀνίκητο ὅπλο,
τὸν ἀλάνθαστο δρόμο γιὰ νὰ γυρίσει ξανὰ στὸν Παράδεισο: Τὴν
ἀγάπη πρὸς τὸν ἐχθρό. Ἡ συγχώρηση τὸν ἐλευθέρωσε!

▣ Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου