Με την απόδοση της εορτής των Φώτων στο τέλος του
επταημέρου κλείνει η μακρά περίοδος των ακινήτων εορτών
Χριστουγέννων-Θεοφανείων (15 Νοε.-14 Ιαν.), γνωστή ως Άγιο
Σαρανταήμερο και Δωδεκαήμερο.
Την Κυριακή μετά τα Φώτα βλέπουμε τον Χριστό, μετά τη
βάπτισή του στον Ιορδάνη από τον Πρόδρομο Ιωάννη, να αρχίζει το
κήρυγμα για τον ερχομό της Βασιλείας των ουρανών. Ο Χριστός
γεννήθηκε, ανδρώθηκε και διήλθε κατά την επίγεια ζωή του όλα τα
φυσιολογικά στάδια της ζωής του κοινού ανθρώπου. Και επιπλέον
φρόντισε να τηρήσει τις διατάξεις του νόμου. Έλεγε: «Πρέπον ημίν
εστιν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην». Σε μένα αρμόζει να εκπληρώσω
κάθε εντολή του Θεού. Ο Χριστός υπήρξε «το πλήρωμα του νόμου
και των προφητών».
Με τί τρόπο το έκανε αυτό; Με την κένωση, την άκρα του
ταπείνωση, που έκανε τον Βαπτιστή Ιωάννη να απορεί και να
θαυμάζει. Ο Χριστός εκούσια βάζει τον εαυτό του υπό τον νόμο που
ο ίδιος έδωσε στον Μωυσή. «Ο του νόμου ποιητής τα του νόμου
εκπληροί», για να γίνει τύπος και υπογραμμός για όλους. Από άκρα
συγκατάβαση προς εμάς καταδέχεται «σπαργάνων περιβολήν», δεν
βδελύσσεται και δεν επαισχύνεται «σαρκός την περιτομήν»,
παρουσιάζεται ως βρέφος για σαραντισμό στον ναό, βαπτίζεται όπως
οι κοινοί θνητοί, αν και αναμάρτητος. Χωρίς να υποχρεούται, θεωρεί
εν τούτοις «ότι οφειλέτης εστίν όλον τον νόμον ποήσαι». Βάζει τον
εαυτό του ακόμα και κάτω από τον νόμο του κοσμικού άρχοντα.
Συναπογράφεται με τη μητέρα του, «τελεί τα δίδραχμα», πληρώνει
δηλαδή τους φόρους, αποδίδει «πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον
φόρον», «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» (Γαλ. 5, 3. Ματθ. 17, 24. 22, 21. Ρωμ.
13, 7).
Στην πραγματικότητα ο Χριστός ήταν ελεύθερος, δεν χρειαζόταν
τίποτε από αυτά. Δεν ήταν δέσμιος κάποιας ανάγκης, δεν πιεζόταν
από κάποια εξωτερική δύναμη να τα κάνει. Όλα γίνονται με τη θέλησή
του, για να ομοιωθεί «κατά πάντα τοις αδελφοίς». Συμπεριφέρεται σαν
κοινός θνητός για να μη σκανδαλίσει, να μη δώσει αφορμή για τίποτε.
Π. χ. περιτέμνεται, επειδή η περιτομή ήταν το τεκμήριο της καταγωγής
από τον Αβραάμ και του διαχωρισμού από τα άλλα έθνη. Όλοι
περίμεναν τον Χριστό ως απόγονο του Αβραάμ. Αν, παρόλα τα
θαύματά του, οι Εβραίοι έλεγαν «τούτον ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν»,
πόσο πιο εύλογα θα τον απέρριπταν, αν δεν είχε κάνει την περιτομή!
Σαν πράξη καθ’ εαυτήν δεν είχε καμμιά ιδιαίτερη σημασία, θα
μπορούσε να ορίσει ο Θεός οποιοδήποτε άλλο σημείο διαχωρισμού
από τα ειδωλολατρικά έθνη. Αφότου όμως ορίστηκε η περιτομή ως
τέτοιο σημάδι, ήταν για όλους πλέον θέμα υπακοής στον Θεό η
τήρησή της, όπως και η τήρηση των λοιπών νομικών διαταγμάτων.
Εκπληρώνει λοιπόν και εδώ ο Χριστός τον νόμο, για να φανεί
γνήσιος απόγονος του Αβραάμ, να γίνει αποδεκτός ως διδάσκαλος, να
μην αποδιωχθεί ως αλλόφυλος και παραβάτης του νόμου. Αν και ήταν
πάντα στους κόλπους του Πατρός, αγαπημένος Υιός μονογενής,
δέχεται, σαν δήθεν ξένος, να πολιτογραφηθεί με την περιτομή στον
λαό του Θεού. Αν και παντελώς αμέτοχος αμαρτίας, δέχεται να
θεωρηθεί αμαρτωλός και να αποβάλει τάχα, κατά τον συμβολισμό
της περιτομής, τον ρύπο της αμαρτίας. «Τον γαρ μη γνόντα αμαρτίαν» ο
Θεός «υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν». Τον έστειλε «εν ομοιώματι
σαρκός αμαρτίας», να φανεί και να καταδικαστεί ως αμαρτωλός, αν
και δεν είχε καμμιά σχέση με την αμαρτία (Β΄ Κορ. 5, 21. Ρωμ. 8, 3).
Από τη γέννησή του λοιπόν ως τον θάνατο ο Χριστός υπομένει
αντί για μας, αναίτια, ως δήθεν αμαρτωλός, τις συνέπειες της δικής
μας αμαρτίας, για να κατανικήσει και να καταλύσει με την
αναμάρτητη σάρκα του την αμαρτία. «Την ημών κατάραν
αναδεχόμενος, υπέρ ημών σταυρούται και θνήσκει και θάπτεται» (αγ.
Κύριλλος). Για να δικαιωθούμε εμείς ενώπιον του Θεού.
π. Δημητρίου Μπόκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου