Εφημερίου του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Ν. Ιωνίας, στην εκδήλωση του "Εσταυρωμένου"
για την "ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ"
για την "ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ"
Σεβαστοί
πατέρες, ἀγαπητοί ἐθελοντές τοῦ συλλόγου συμπαραστάσεως κρατουμένων «ὁ Ἐσταυρωμένος»,
φιλότεχνοι ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, χρόνια πολλά.
Ἡ
σημερινή ἡμέρα γιά τήν ἐλαχιστότητά μου εἶναι πολύ τιμητική γιά δύο λόγους. Ὁ
πρῶτος λογος, εἶναι τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς μου σέ μιά ἐκδήλωση τοῦ Σ.Σ.Κ.
«Ε», ὁ δεύτερος λόγος, εἶναι ἡ παρουσίαση τοῦ μικροῦ αὐτοῦ βιβλίου ἤ πονήματος ὅπως
θέλει ὁ συγγραφέας νά ὀνομάζουμε, τοῦ πρωτοπρεσβύτερου π. Ἀντωνίου Κούρια, «Ἰαμβικοί Κανόνες Χριστουγέννων καί
Θεοφανείων». Τό
βιβλίο αὐτό εἶναι μιά ἐξηγητική προσέγγιση τῶν Ἰαμβικῶν Κανόνων.
ΟΙ
ΙΑΜΒΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Στήν
Ἐκκλησιαστική Ὑμνογραφία ὑπάρχουν τρεῖς «ἰαμβικοί» κανόνες, τῶν Χριστουγέννων: Ἔσωσε
λαόν σέ ἦχο α΄, τῶν Θεοφανείων: Στείβει θαλάσσης σέ ἦχο β΄, καί τῆς Πεντηκοστῆς:
Θείω καλυφθεῖς σέ ἦχο δ΄. Ὑμνογράφος τῶν τριῶν αὐτῶν ἔργων, εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Δαμασκηνός.
Τό λεξιλόγιό τους εἶναι ἀρχαιοπρεπές καί
ἡ ἀκροστιχίδα τους τετράστιχη σέ δακτυλικό ἑξάμετρο. Ὁ ποιητής, γιὰ νὰ σχηματίσει
τοὺς εἱρμοὺς τῶν ποιημάτων τοῦ μιμεῖται μελικὰ ποιήματα καὶ συνθέτει
ἐκκλησιαστικὴ λειτουργικὴ ποίηση ποῦ εἶναι τονικὴ[1]. Οἱ
δύο πρῶτοι ἰαμβικοὶ κανόνες (Χριστουγέννων καὶ Θεοφανείων) εἶναι
γνωστοὶ καὶ ἀγαπητοὶ στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ συμβαίνει γιατί
ὁ ὀρθόδοξος ἑλληνικὸς λαὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴ θεία Λατρεία
δὲν ζεῖ μόνο τὴ πίστη του, μὰ καὶ τὴν ἐθνική του ἱστορία[2].
Στόν ἰαμβικό κανόνα τῶν Χριστουγέννων οἱ
ὠδές ὑμνοῦν μέ καλλιεπῆ μέλη τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού γεννιέται στή γῆ γιά τή
σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί δίνει τέλος στά πολυστένακτα πάθη τοῦ κόσμου. Παρά τήν
ἀρχαΐζουσα γλώσσα, τήν ἀνώμαλη σύνταξη καί τό δύσκολο περιεχόμενο, χαίρεται
κανείς τό θεολογικό βάθος τῶν τροπαρίων, τή δογματική ἀκριβολογία τους καί τήν
πλαστική δύναμη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ὅλα αὐτά ἐνταγμένα στό μεγαλεῖο τῆς
Χριστουγεννιάτικης μυσταγωγίας δημιουργοῦν τίς κατάλληλες ἀναγωγικές
δυνατότητες γιά τήν προσέγγιση καί βίωση τοῦ ξένου καί παραδόξου μυστηρίου τῆς
Βηθλεέμ. Οἱ ὁμηρικές λέξεις τῶν Κανόνων, ὅπως
ψάλλονται ντυμένες τή βυζαντινή μελωδία, ἀποτελοῦν μιά ἰδιότυπη σύνθεση ἀρχαίων
ἑλληνικῶν καί χριστιανικῶν βυζαντινῶν στοιχείων. Ἡ μορφή καί τό ἔνδυμα εἶναι ἀρχαῖο
ἑλληνικό, ἡ ψυχή καί τό σῶμα εἶναι ἡ πίστη τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ
«μύθος» εἶναι τά ὑπερφυή μέν, ἄλλα ἱστορικά γεγονότα τῆς πίστεως, τά ὁποῖα ἑορτάζει
ἡ Ἐκκλησία καί στά ὁποῖα ἀνάγονται οἱ πιστοί, ὄχι μόνο μέ τήν ἱστορική τους
μνήμη καί τή φαντασία, ἀλλά τά ὁποῖα ζοῦν μυσταγωγικά[3].
Στόν εἱρμό τῆς α’ ὠδῆς ὁ ὑμνογράφος
συνδέει, μέ ἐντυπωσιακό τρόπο, τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης ἀπό τούς Ἰσραηλίτες,
μέ τό μεγάλο γεγονός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὅπως τότε ὁ Κύριος ἔσωσε τόν
ἰσραηλιτικό λαό «ὑγρόν θαλάσσης κύμα χερσώσας» μτφρ: «μεταβάλλοντας σέ χέρσα
καί ξηρά γῆ τό κύμα», ἔτσι καί τώρα ὁ ἐνανθρωπήσας Ἰησοῦς γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ
ἐπί γῆς προορισμοῦ μας «τρῖβον βατήν τίθησιν ἠμίν» μτφρ: «ἄνοιξε δρόμο εὐκολοπερπάτητο»[4].
Ἡ ἔρευνα δέν ἔχει ἀποφανθεῖ ἀκόμη τελεσίδικα γιά
τό ποιά ὑμνογραφικά ἔργα τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι αὐθεντικά δικά του, καί ποιά ὄχι.
Ἡ ἴδια δυσκολία ἐνισχύεται καί στήν περίπτωση τῶν τριῶν ἰαμβικῶν κανόνων, οἱ ὁποῖοι
ὑπόκεινται σέ ἀρκετές συμβάσεις. Οἱ ἰαμβικοί κανόνες, ἐκτός ἀπό τή γλωσσική καί
μετρική τους ἰδιαιτερότητα, ἔχουν καί ἐνδιαφέρον ὡς πρός τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο
ἐκφράζουν τή θεολογία τους. Ἡ λογοτεχνία, μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι γράφηκαν γιά νά εἶναι
κυρίως λειτουργική ποίηση, χωρίς νά ἀφίστανται στό ἐλάχιστό της ὀρθοδοξίας. Ὁ Ἰωάννης
ὁ Δαμασκηνός εἶναι γνωστός ὄχι γιά τή μοναδική πρωτοτυπία του, ἀλλά καί γιά τόν
συντμητικό ρόλο του, ὡς ἀνακεφαλαιωτῆ τῶν πατερικῶν διατυπώσεων (εἰδικά τῶν
Καππαδοκῶν). Ἡ περίφημη φράση στά Διαλεκτικά του: «Ἐρῶ τοιγαροῦν ἐμόν
μέν οὐδέν» (ἔκδ. Kotter, i, 2. 9), μτφρ: «δέν ἐπιτρέπεται στόν ἀγώνα αὐτό γιά
τήν Μία Ἀλήθεια νά πρεσβεύουμε δικά μας νοητικά κατασκευάσματα», συνοψίζει μέ ἐνάργεια
ἐν συνόλω τό ποιόν τῆς γραφῆς του. Ὅτι δέν εἶναι ἕνας ἁπλός συλλογέας, πού
καταγράφει ὅ,τι προειπώθηκε εἶναι βέβαιο, ἑπομένως ἡ πρωτοτυπία του ἔχει ἰδιάζοντα
χαρακτηριστικά πού καλύτερα φαίνονται ὅταν κάποιος ἀναγνώσει τά ἔργα του[5].
Σ’ αὐτό ἔρχεται νά συμβάλει καί τό βιβλίο τοῦ π. Ἀντωνίου. Στόν πρόλογο ὑπό τόν τίτλο ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ
ΕΞΗΓΗΣΗ ὁ συγγραφέας ὑποθέτει ὅτι «ἴσως φανεῖ καί σέ κάποιους ἄλλους
χρήσιμο αὐτό τό “βιβλιαράκι„ διαβάζοντάς το»[6].
Κατά τήν μελέτη τῶν χειρόγραφων σημειώσεων, πού ἔφθασαν στά χέρια μου μέσω τοῦ δασκάλου μου στή Β.Μ. ἄρχοντος μουσικοδιδασκάλου τῆς Μ.τ.Χ.Ε. κ. Κυριαζή Νικολέρη, ἡ ἄποψη αὐτή ἦταν γιά μένα ἡ ἀφορμή νά καθίσω νά τίς ἀντιγράψω σέ ἠλεκτρονικό ὑπολογιστή, ὥστε μέ τή μορφή ἑνός ἁπλοῦ ἐντύπου νά δοθεῖ σέ ὅσους εἶναι δυνατόν περισσότερους άνθρώπους, ώστε νά τό μελετήσουν καί νά ὠφεληθοῦν. Στό διάστημα αὐτό πού συνεργάστηκα μέ τόν π. Ἀντώνιο, διεπίστωσα τήν ἀνάγκη ποῦ ἔνοιωθε νά ἀναζητήσει τά νοήματα τῶν φράσεων καί τῶν λέξεων ποῦ χρησιμοποιεί ὁ ὑμνογράφος στούς ἰαμβικούς κανόνες, χωρίς όμως νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι συμμετέχει ταυτόχρονα σέ μιά ἐπίκαιρη συζήτηση πού ἀπασχολεῖ τήν ἐκκλησία μας, περί τῆς λειτουργικῆς γλώσσας,. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «ἐξ αἰτίας τῆς ἀρχαιοπρεποῦς γλώσσας τους, ἐλάχιστα ἢ καθόλου, δὲν κατανοοῦσα σέ πολλά σημεία τὰ νοήματά τους. Καὶ θεωρῶ ὅτι εἶναι πράγματι δυστύχημα, τὸ ὅτι καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ τὰ καταλάβει ποτὲ αὐτά, ἀφοῦ ποτὲ δὲν θὰ ἀσχοληθεῖ μὲ αὐτά γιὰ διάφορους λόγους. Θά εἶναι ἁπλὰ ἀκροατής, χωρίς νὰ κατανοεῖ τίποτε»[7].
Κατά τήν μελέτη τῶν χειρόγραφων σημειώσεων, πού ἔφθασαν στά χέρια μου μέσω τοῦ δασκάλου μου στή Β.Μ. ἄρχοντος μουσικοδιδασκάλου τῆς Μ.τ.Χ.Ε. κ. Κυριαζή Νικολέρη, ἡ ἄποψη αὐτή ἦταν γιά μένα ἡ ἀφορμή νά καθίσω νά τίς ἀντιγράψω σέ ἠλεκτρονικό ὑπολογιστή, ὥστε μέ τή μορφή ἑνός ἁπλοῦ ἐντύπου νά δοθεῖ σέ ὅσους εἶναι δυνατόν περισσότερους άνθρώπους, ώστε νά τό μελετήσουν καί νά ὠφεληθοῦν. Στό διάστημα αὐτό πού συνεργάστηκα μέ τόν π. Ἀντώνιο, διεπίστωσα τήν ἀνάγκη ποῦ ἔνοιωθε νά ἀναζητήσει τά νοήματα τῶν φράσεων καί τῶν λέξεων ποῦ χρησιμοποιεί ὁ ὑμνογράφος στούς ἰαμβικούς κανόνες, χωρίς όμως νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι συμμετέχει ταυτόχρονα σέ μιά ἐπίκαιρη συζήτηση πού ἀπασχολεῖ τήν ἐκκλησία μας, περί τῆς λειτουργικῆς γλώσσας,. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «ἐξ αἰτίας τῆς ἀρχαιοπρεποῦς γλώσσας τους, ἐλάχιστα ἢ καθόλου, δὲν κατανοοῦσα σέ πολλά σημεία τὰ νοήματά τους. Καὶ θεωρῶ ὅτι εἶναι πράγματι δυστύχημα, τὸ ὅτι καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ τὰ καταλάβει ποτὲ αὐτά, ἀφοῦ ποτὲ δὲν θὰ ἀσχοληθεῖ μὲ αὐτά γιὰ διάφορους λόγους. Θά εἶναι ἁπλὰ ἀκροατής, χωρίς νὰ κατανοεῖ τίποτε»[7].
Τό
βιβλιαράκι αὐτό, σύμφωνα μέ τήν ἄποψη τοῦ συγγραφέα, δέν πρωτοτυπεῖ καθόλου,
διότι ἔχουν γίνει διαχρονικά ἀρκετές μεταφράσεις τῶν κανόνων καί ἀπό ἄλλους
σημαντικούς συγγραφεῖς ἤ θεολόγους, μέ κορυφαῖο τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη.
Ἐκεῖνο τό στοιχεῖο πού κάνει τό ἔργο νά διαφέρει ἀπό τίς ἑρμηνευτικές
προσεγγίσεις πού μέχρι τώρα γνωρίζουμε, εἶναι τό λεξιλόγιο πού συμπληρώνει τήν ἑρμηνεία
τοῦ ὕμνου. Τό λεξιλόγιο αὐτό, ὡς ὑποσύνολο τοῦ λεξικοῦ, μᾶς βοηθᾶ νά
κατανοήσουμε τίς λέξεις πού συμπεριλαμβάνονται στό ποιητικό κείμενο τῶν Ἰαμβικῶν
Κανόνων.
Στό
σημεῖο αὐτό πρέπει νά τονίσουμε τήν μεγάλη συμβολή τοῦ φιλολόγου καί διδασκάλου
μας κ. Ἀλέξανδρου Δημητρόπουλου, στόν ὁποῖο ὀφείλεται ἡ φιλολογική ἐπιμέλεια τοῦ
βιβλίου.
Ἡ
μικρή σέ ἔκταση ἀλλά ἐπίπονη ἐργασία τοῦ πατρός Ἀντωνίου, ἀπέδωσε καρπούς πρός ὠφέλεια
ψυχῶν καί εἶναι πλεόν γεγονός ὅτι ἔχουμε στά χέρια μᾶς ἕνα εὔχρηστο βιβλίο, τοῦ
ὁποίου τό αἰσθητικό ἀποτέλεσμα ὀφείλεται ἀποκλειστικά στόν π. Θεόδωρο Μπατάκα.
Θέλω νά τοῦ πῶ δημόσια ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ γιά τήν τιμή πού μου ἔκανε νά
παρουσιάσω σέ ὅλους ἐσάς αὐτό τό «βιβλιαράκι».
«…Διάβαζα τ᾿ ἀρχαῖα
τροπάρια, καὶ βρισκόμουνα σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ μεταδώσω στὸν ἄλλον.
Πρὸ πάντων ὁ ἰαμβικὸς Κανόνας «Ἔσωσε λαόν», μὲ κεῖνες τὶς παράξενες καὶ
μυστηριώδεις λέξεις, μ᾿ ἔκανε νὰ θαρρῶ πὼς βρίσκουμαι στὶς πρῶτες μέρες τῆς
δημιουργίας, ὅπως ἦταν πρωτόγονη ἡ φύση ποὺ μ᾿ ἔζωνε, ὁ θεόρατος βράχος, ποὺ
κρεμότανε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησιά, ἡ θάλασσα, τ᾿ ἄγρια δέντρα καὶ τὰ
χορτάρια, οἱ καθαρὲς πέτρες, τὰ ρημονήσια ποὺ φαινότανε πέρα στὸ πέλαγο, ὁ
παγωμένος βοριὰς ποὺ φυσοῦσε κ᾿ ἔκανε νὰ φαίνουνται ὅλα κατακάθαρα, τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ
βελάζανε, οἱ τσομπάνηδες ντυμένοι μὲ προβιές, τ᾿ ἄστρα ποὺ λάμπανε σὰν
παγωμένες δροσοσταλίδες τὴ νύχτα! Ὅλα τά ῾βλεπα μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς
χριστουγεννιάτικους ὕμνους, μέσ᾿ ἀπὸ τὰ ἰαμβικὰ ἐκεῖνα ἀποκαλυπτικὰ λόγια, σὰν
καὶ τοῦτα»…[8]
Φώτης Κόντογλου.
[1] Ζερβουδάκη, Α., Βυζαντινή ποίηση:ἀπό
τίς ἀπαρχές ὡς τόν 10ο αἰώνα, Πανεπηστημιακές παραδόσεις μέρος Α΄: Ὑμνογραφία,
Φιλολογική ἐργασία στό Πανεμπηστήμιο Κρήτης, 2015.
[2] Ψαριανού, Δ., Επισκόπου Μητροπολίτου
Σερβίων και Κοζάνης, Μαρτυρία Ιησού
Χριστού, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήνα 1963.
[4] https://www.proinoslogos.gr/%CE%B1%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%B1/34276-%CE%BF-%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%B2%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CF%89%CE%BD
[6] Κούριας, Ἀ, Ἰαμβικοί Κανόνες Χριστουγέννων καί Θεοφανείων, Ἐξηγητική προσέγγιση, ἐκδ. Μέλισσα,
Θεσσαλονίκη 2018.
[8] Κόντογλου, Φ., Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου, ἐπιμέλεια Ἑλένη Γκίκα, ἔκδοση
1η Ἄγκυρα, Ἀθῆνα 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου