Αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου,
Ιεροκήρυκος
Μακάριος άνήρ, ός είσακούσεταί μου, καί άνθρωπος,
ός τάς εμάς οδούς φυλάξει άγρυπνων επ' έμέ θύραις καθ' ημέραν, χηρών σταθμούς
έμών εισόδων. Αί γάρ έξοδοί μου έξοδοι ζωής καί ετοιμάζεται θέλησις παρά
Κυρίου.
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί
πατέρες Ευλογημένε λαέ του Κυρίου,
Οι λόγοι αυτοί
των Παροιμιών μακαρίζουν τον άνθρωπο που υπακούει το θείον θέλημα και θα
αγρυπνήσει κυριολεκτικώς, αλλά και μεταφορικώς, στις θύρες εκείνες που έστησαν
τα θεοχάρακτα γράμματα των ευαγγελικών εντολών και των εκκλησιαστικών
παραδόσεων. Μακαρίζουν τον άνθρωπο εκείνον, που θα αναλωθεί στην φύλαξη αυτών
των θυρών, διότι μέσα από αυτές περνούν τόσο για τον ίδιο, όσο και για όλους
όσοι τις διαβαίνουν, οι κατευθύνσεις που οδηγούν στην μακαρία
ζωή καί για τον άνθρωπο αυτόν που θα τις φυλάξει τηρώντας και διδάσκοντας,
ετοιμάζεται πλουσιοπάροχη η ευμένεια του Κυρίου. Και ταπεινά φρονούμε πως οι
λόγοι αυτοί της παιδαγωγού εις Χριστόν Παλαιάς Διαθήκης μπορούν πολύ επιτυχώς
να περιγράφουν τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρό
Χριστόδουλο στην ιερατική και αρχιερατική του διακονία.
Επιτρέψατέ μου να σκιαγραφήσω τον άνδρα μέσα από
δύο θεμελιώδεις παραμέτρους και να αποπειραθώ να παρουσιάσω τον Αρχιεπίσκοπο
Χριστόδουλο ως Αρχιερέα τελετουργό και ως Ποιμένα. Να
ανιχνεύσουμε πώς «περπάτησε» η μορφή του στα μονοπάτια των ψυχών των πιστών και
πώς «ψηλάφησε» τα σημάδια των «χιλίων νοητών χειμώνων», που κατά τον Άγιο Συμεών
τον Νέο Θεολόγο, χάραξαν αδυσώπητα οι περιστάσεις της ζωής. Σ' αυτήν την
απόπειρα περιέχεται και η δική μου εμπειρία, η συμπόρευσή μου μαζί του, που
ξεκινά μια μέρα του έτους 1975, όταν βρισκόμουν στην τρυφερή ηλικία των 14
ετών, μέρα που η μορφή του νέου, ακόμη, τότε Μητροπολίτου Δημητριάδος ερχόταν
να με κυριεύσει και να φλογίσει τις επιθυμίες και τα όνειρα, να νοηματοδοτήσει τις
επιλογές, να συντροφεύσει την πορεία προς την αφιέρωση, να στηρίξει στον
ανήφορο της Ιερωσύνης, να αναπαύσει στις στιγμές της τρικυμίας, να συν-χαρεί
στην ευτυχία, αλλά και να συν-πονέσει στην λύπη.
Από την πρώτη
στιγμή ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος αποκαλύφθηκε μπροστά μας ως
Αρχιερέας-τελετουργός. Μέσα στην Θεία και Ιερά Λειτουργία κατεξοχήν, αλλά και
στις εκάστοτε χοροστασίες, μεταρσιωνόταν και ζούσε μια εκστατική εκ της
καθημερινότητος κατάσταση. Ξεχνούσε τις μικρότητες, την μετριότητα, την
ηττοπάθεια και κάθε αρνητική έκφανση όχι μόνο του εαυτού του, αλλά και των γύρω
του. Παραδινόταν στην «καθαρτική της Υπερουσίου Τριάδος ενέργειαν» και με το
πώς ζούσε την λατρεία φανέρωνε ότι στεκόταν υπεράνω των ανθρωπίνων μικροτήτων,
ότι υπηρετούσε το μεγάλο μυστήριο που δόθηκε για να ζήσει ο κόσμος, για να
ζήσουμε τον Παράδεισο επί της γης. Ήθελε ο καθένας μας να γνωρίζει πού θα σταθεί,
πώς θα κινηθεί, πότε θα ομιλήσει. Οι κινήσεις του δωρικές, η φωνή του
στιβαρή, αλλά και μελωδική, η μορφή του οικεία, αλλά και υπερκόσμια, πολλές
φορές αλλοιωνόταν, ιδίως κατά την διάρκεια των χειροτονιών, οπότε και δάκρυα
ενίοτε αυλάκωναν το πρόσωπό του. Χρόνια αργότερα κατάλαβα πως όλα αυτά
περιεκτικά και συμπυκνωμένα περιγράφονταν στους Χρυσοστομικούς λόγους: «Έστηκεν
γάρ ό ιερεύς ού πυρ καταφέρων, άλλά τό πνεύμα τό άγιον· καί τήν ίκετηρίαν έπί
πολύ ποιείται ούχ ίνα τις λαμπάς άνωθεν άφθείσα καταναλώση τά προκείμενα, άλλ' ίνα
ή χάρις έπιπεσούσα τή θυσία, δι' έκείνης τάς άπάντων άνάψη ψυχάς καί άργυρίου
λαμπροτέρας άποδείξη πεπυρωμένου»[2].
Αυτός ήταν και
ο βαθύτερος σκοπός κάθε λόγου, κάθε πράξεως, κάθε αποφάσεως του ποιμένος των
Δημητριαίων, να ανάψει φλόγα στις ψυχές του ποιμνίου του, να φουντώσει η
πυρκαγιά και ως «πυρ καταναλίσκον»[3] να
εξαφανίσει κάθε ανθρώπινη μικρότητα, κάθε ανθρώπινη συνθηκολόγηση, κάθε ανθρώπινη
αστοχία, να μεταμορφώσει τον όλον άνθρωπο και να τον καταστήσει μέτοχο της
Βασιλείας του Θεού. Γι’ αυτό και ο λόγος του ήταν εν πολλοίς θυελλώδης,
επαναστατικός, συνέπαιρνε τον ακροατή, αφού πρώτος είχε συνεπαρθεί ο ίδιος ο
ομιλητής. Ζούσε αυτό που έλεγε και είχε πρώτος «μεθύσει» από την προοπτική και
τον στόχο που είχε ο λόγος του. Ποιος ήταν αυτός ο στόχος; Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος είτε
μιλούσε για κάποιο θεολογικό θέμα, είτε διαπραγματευόταν κάποιο κοινωνικό
φαινόμενο, είτε στηλίτευε την άσχημη καθημερινότητα, είτε επαινούσε την ζωή των
ηρώων και παρέθετε τα παραδείγματα των αγίων, ο λόγος του ήταν «άλατι
ήρτημένος»4, και στόχος του
ήταν η ανθρώπινη αυτοσυνειδησία και η πορεία προς την θέωση. Ήταν ποιμένας μόνιμα
και αταλάντευτα προσανατολισμένος στη σωτηρία των λογικών προβάτων, υπαρξιακά
πεπεισμένος πως η ιερή αποστολή του είναι η πορεία μέσα από τον δριμύ χειμώνα
των πειρασμών στην άνοιξη της επουρανίου Βασιλείας, στην ανέσπερη ογδόη ημέρα
που έπεται της Δευτέρας Παρουσίας.
Αυτή η
ποιμαντική του μέριμνα εκφράστηκε ποικιλότροπα και ακούραστα, χαρακτηριζόμενη
από την πρωτοτυπία μιας σύγχρονης αντιλήψεως του παρόντος, αλλά πάντοτε διαπνεομένη
από την ασφαλή παραδοσιακότητα, την αταλάντευτη προσήλωση στις ορθόδοξες
χριστιανικές αρετές και στην παράδοση του Γένους, καθώς και στην
διαχρονική ελληνική παρακαταθήκη. Ήταν
ποιμένας που ήξερε να χρησιμοποιεί κάθε τι νέο, σύγχρονο, πρωτότυπο, μοναδικό
και ανεπανάληπτο, για να μεταλαμπαδεύει την Πατερική εμπειρία, την Ευαγγελική
διδασκαλία, την ορθόδοξη βιωτή! Η ποιμαντική του ανησυχία ήταν ανύστακτη και
τον καθήλωνε κυριολεκτικά ολόκληρες νύχτες στο γραφείο του, δίπλα στο
υπνοδωμάτιό του, εκεί στον όροφο του σπιτιού, γωνία Δημάρχου Γεωργιάδου και
Αντωνοπούλου, όπου φαινόταν το φως αναμμένο, σθεναρή αντίσταση στο σκοτάδι που
επικρατούσε. Αυτή η ποιμαντική του ανησυχία τον ξαγρυπνούσε, ως άλλη «αστυνόμος
οργά»[4] του
Σοφοκλή, όταν ανησυχούσε για τα κοινά της πατρίδος, της επαρχίας του, του ελληνισμού. Τον ξαγρυπνούσε, ως άλλον
«βοηλάτην μύωπα κινητήριον»[5] του
Αισχύλου, όταν αγωνιούσε για πρόσωπα συγκεκριμένα και εξελίξεις στην ζωή και
την πνευματική τους πορεία. Διάβαζε, στοχάζονταν, έγραφε, προσευχόταν. Δεν
μπορούσε να ησυχάσει, μια ιερή και αγία ανησυχία τον κατέτρωγε, η σωτηρία του
ποιμνίου του, η αφύπνιση των συνειδήσεων, η κατανόηση των γεγονότων, η
πνευματική πρόοδος και η μόρφωση του Χριστού στις ψυχές των ανθρώπων.
Αυτή η αγωνία
αποτελούσε την μία πτυχή του ποιμαντικού του διπτύχου, με την άλλη να
περιγράφεται εναργέστατα στον Ευαγγελικό λόγο που ομιλεί για τον ποιμένα και τα
πρόβατά του: «καί τί πρόβατα τής φωνής αυτού άκούει, καί τά ίδια πρόβατα καλεί
κατ' όνομα καί εξάγει αυτά, και όταν τα ίδια
πρόβατα έκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, καί τά πρόβατα αυτώ άκολουθεί, ότι οίδασι
τήν φωνήν αυτού»[6]. Ήταν
παροιμιώδης η ικανότητά του να θυμάται πρόσωπα, ονόματα και γεγονότα, απόρροια
του ανυστάκτου ενδιαφέροντος και της προσωπικής συμμετοχής του στην ζωή των
ανθρώπων. Δεν αποτελούσε τον παράγοντα εκείνον που απλώς θα ήταν αποδέκτης του
προβλήματός σου, της αγωνίας σου, της δοκιμασίας σου. Γνώριζε, έπασχε, θυμόταν.
Ζούσε μαζί με τα λογικά πρόβατα της τοπικής εκκλησίας, ήταν ο ποιμήν ο καλός ο
οποίος «τοίς πάσι γέγονε τά πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσει»8. Το
γραφείο του ήταν πάντοτε ανοιχτό, για τον ιερέα αλλά και για τον λαϊκό. Εκείνος
θα σε υποδεχόταν, με το παροιμιώδες πια χαμόγελό του, που δεν τον εγκατέλειψε
ούτε στις στιγμές της μεγάλης προσωπικής του δοκιμασίας. Δεχόταν τον κόσμο για
να συμμετάσχει στην ζωή του να μεταλάβει των αγωνιών και δυσκολιών του απλού
καθημερινού ανθρώπου, επίσκοπος και ποιμένας μιας τοπικής εκκλησίας που τον
γνώρισε παρόντα τόσο στην προσωπική δοκιμασία, όσο και στην συνολική πορεία.
Δεν δίσταζε να είναι εκείνος ο οποίος θα πορευτεί μπροστά, θα μπει επικεφαλής
και θα αντιμετωπίσει πρώτος τον ενάντιο άνεμο σε κάθε δυσκολία που είτε
προσωπικά κάποιος θα κατέθετε στα πόδια του, είτε η δυσκολία και αντιξοότητα
αυτή θα αφορούσε στην πορεία της πατρίδος μας απέναντι σε ποικίλους εσωτερικούς
και εξωτερικούς εχθρούς, στην θέση της Εκκλησίας στην σύγχρονη πραγματικότητα,
στην κατάσταση της Παιδείας μας μέσα στον μεταβαλλόμενο νεωτερικό κόσμο, στην
τοποθέτηση της κοινωνίας απέναντι στις προκλήσεις ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου
ηθικού γίγνεσθαι. Αν είναι γνωστός ο λόγος της Γραφής πως «ότι ό ζήλος τού
οίκου σου κατέφαγέ με»[7], θα
μπορούσε ο ευλαβής μελετητής της ζωής του μακαριστού Αρχιεπισκόπου να δηλώσει,
μετ' επιτυχίας, πως για εκείνον ισχύει η φράση κατά τι παραλλαγμένη: «ό ζήλος
τού ποιμνίου σου κατέφαγέ με»!
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί
πατέρες,
Αγαπητοί εν
Χριστώ αδελφοί,
Ίσως κάποιος ισχυριστεί πως και για την ζωή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου ισχύει πως «ώς ναύς διερχομένη κυμαινόμενον ύδωρ, ής διαβάσης ούκ έστιν ίχνος εύρείν, ούδέ ατραπόν τρόπιος αύτής εν κύμασιν»[8]. Ίσως πολλοί να ισχυριστούν πως η παρουσία του θα ξεχαστεί ανάμεσα στα σκονισμένα ράφια της εκκλησιαστικής ιστορίας και το όνομά του θα συνωστισθεί στις αρχιερατικές δέλτους, μαζί με όλων των άλλων που και για εμάς ίσως δεν σημαίνουν τίποτα. Άλλοι από αδιαφορία, άλλοι από ανθρώπινη μικρότητα προσπάθησαν στο παρελθόν, προσπαθούν ακόμη και ίσως προσπαθήσουν και στο μέλλον, να υποβαθμίσουν την αξία, να υποτιμήσουν την προσφορά, να απαξιώσουν το πρόσωπο. Σε όλους αυτούς ταπεινά θεωρώ πως θα απαντούσε με τα λόγια του σπουδαίου ποιητή: «Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά».[9] Δεν θα στεκόταν σε αυτούς και σε ό,τι θα διετύπωναν εναντίον του, θα μετέστρεφε τον προσανατολισμό σε μια δημιουργική πορεία και κατεύθυνση. Θα παρουσίαζε λόγο ωφέλιμο και δημιουργικό.
Όλοι, όμως, όσοι μελετούν τα γεγονότα
και εντρυφούν στην στάση των ταγών, όλοι όσοι έζησαν από κοντά τον
εκκλησιαστικό άνδρα, αλλά και τον προσιτό επίσκοπο, όσοι έτρεξαν να ακούσουν
τους λόγους του, εμπνεύσθηκαν από το παράδειγμά του, φλογίστηκαν από την αγάπη
του για την πατρίδα και την θυσιαστική του στάση για τους Έλληνες, όσοι βίωσαν
αλλοίωση στην ζωή τους από την διδαχή του, όλοι αυτοί «νοήσουσι τί έβουλεύσατο
περί αύτού καί εις τι ήσφαλίσατο αύτόν ό Κύριος»12. Αμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου