Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης -
...Είπαμε ότι
ή καρδιά είναι το κέντρο όλων των κινήσεων, των ψυχικών και των διανοητικών,
άλλα και των πόνων τού σώματος.
Ο
κάθε, πόνος ό σωματικός κτυπάει στην καρδιά. Και το δόντι στην καρδιά κτυπά
όταν πονά. Και το χέρι όταν πληγωθεί και το νεφρό, και όλα στην καρδιά θα
κτυπήσουν. Ή καρδιά κινείται διά μέσω της αναπνοής, όταν παύση ό άνθρωπος να
αναπνέει, σιγά - σιγά σταματάει και ή καρδιά. Ή καρδιά τού ανθρώπου διά της
εισπνοής δέχεται τον καθαρό αέρα, τον βγάζει και παίρνει άλλον, και έτσι σιγά -
σιγά διατηρείται στη ζωή.
Όταν
λοιπόν αφήσουμε τον κανονικό και φυσικό ρυθμό της εισπνοής και εκπνοής, και
εισπνέουμε και εκπνέουμε αργά, γίνεται μια ανωμαλία στην φυσική εισπνοή και
εκπνοή της καρδιάς. Οπότε όσο υπάρχει αυτή ή ανωμαλία, δημιουργείται κάποιος
πόνος, κάποια, ας το πούμε, στένωση στην καρδιά, διότι δεν απολαμβάνει τον αέρα
κατά τον ρυθμό της φύσεως.
Δηλαδή
αντί να τον δώσωμε σύντομα, τον δίνουμε τον αέρα πιο αργά. Ό πόνος πού
δημιουργείται κατά φυσική συνέπεια, έλκει τον νουν να προσέξει την καρδιά, και αυτή
ή έλξης τού νου προς την καρδιά δημιουργεί την ένωσιν τού νου και της καρδιάς.
Όπως όταν πονάη το δόντι, ό νους γυρνάει - γυρνάει, και πάλι στον πόνο
ξανάρχεται, έτσι και στην καρδιά.
Όταν θα
αρχίσουμε να λέμε την ευχή με αραιά εισπνοή και εκπνοή θα δημιουργηθεί, κατά
φυσική συνέπεια, αυτός ό πόνος, αυτή ή στενοχώρια στην καρδιά. Αυτή ή
στενοχώρια θα μάς βοηθήσει, ώστε ό νους να προσέξει την καρδιά. Λέγοντας λοιπόν
την ευχή ρυθμισμένη με μια αραιά εισπνοή και εκπνοή ό νους θα κατεβαίνει στον
πόνο, οπότε θα αποκλεισθεί ό μετεωρισμός.
Αποκλεισμένου
του μετεωρισμού μ’ αυτόν τον τρόπον, ό νους θα βρει ησυχία, δεν θα βρει αιτία
να σκορπιστή. Ό πόνος τον συνάζει.
Αυτή ή
μέθοδος με την αραιά εισπνοή και εκπνοή είναι απαιτητικό μέσο, μαζί με την
προσοχή, ώστε να μη μάς ξεφεύγει ό νους. Έτσι θα μπορέσουμε να κόψουμε τον
μετεωρισμό, ό όποιος είναι ή αφαίμαξης της ουσίας της προσευχής. Δηλαδή ό
μετεωρισμός μάς αφαιρει την ωφέλεια της προφερόμενης ευχής.
Αποκλείοντας
λοιπόν τον μετεωρισμό δίνουμε αέρα στο νου, να είναι καθαρός και να προσέχει
στην καρδιά. Αρχίζουμε λοιπόν να αναπνέουμε σιγά - σιγά και αναπνέοντας
ενώνουμε και την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Είτε μια ευχή, είτε
δύο, είτε τρεις θα πούμε στην εισπνοή. Ύστερα εκπνέοντας πάλι θα ενώσουμε την
προσευχή. Τρεις φορές θα την πούμε στην εκπνοή και δύο στην εισπνοή, όπως
μπορούμε- πάντως κατ’ αυτή την έννοια θα ρυθμίζουμε την ευχή με την αναπνοή.
Τώρα εάν
μπορούμε να λέμε την ευχή νοερώς με αραιά εισπνοή και εκπνοή καλώς. Εάν όμως
δυσκολευώμεθα διότι ό νους παθαίνει δυσκολία από τον πειρασμό, θα παίρνουμε
αναπνοή από το στόμα και μπορεί να κουνιέται λίγο παραμικρό ή γλώσσα μας και
αυτό είναι ευεργετικό πολύ στην αρχή.
Αφού λοιπόν
θα άδολεσχήσωμε κατ’ αυτήν την έννοια, ρυθμίζοντας την προσευχή με την αραιά
εισπνοή και εκπνοή, θα αρχίσει να δημιουργείται μέσα στην καρδιά μας ένας πόνος
και ό νους θα κολλήσει εκεί. Αμετακίνητα θα προσπαθεί ό νους να είναι στην
καρδιά.
Όταν παίρνουμε
την εισπνοή από το στόμα ή από τη μύτη θα λέμε την ευχή, εν τω μεταξύ ό νους θα
είναι στην καρδιά, θα παρακολουθεί όχι την καρδιά, το σχήμα δεν θα φανταζώμεθα
το σχήμα της καρδιάς, άλλ’ ό νους θα προσέχει στην καρδιά χωρίς να την
φαντάζεται. Απλώς θα τοποθετηθεί ό νους στο μέρος της καρδιάς και δεν θα
φανταζόμαστε την καρδιά, γιατί αν τη φανταζόμαστε σιγά - σιγά εισχωρεί πλάνη
και θα κάνουμε μια φαντασιώδη προσευχή.
Απλανής
είναι ή προσευχή όταν γίνεται άμετεωρίστως, άσχηματίστως με ανίδεο νου, χωρίς
ουδεμία μορφή, ουδέν σχήμα, τίποτε απολύτως. Ό νους θα είναι καθαρός από κάθε
φαντασία θεία και ανθρώπινη. Ούτε Χριστό, ούτε Παναγία, ούτε τίποτε. Μόνο ό
νους νοερός θα βρίσκεται μέσα στην καρδιά, μέσα στο στήθος, τίποτε άλλο. Μόνο
να προσέχει ότι βρίσκεται εκεί μέσα. Αλλά εν τω μεταξύ με την εισπνοή θα
αρχίσει να λέει ό νους την ευχή χωρίς να φαντάζεται τίποτε άλλο. Ή καρδιά σαν
μηχανή θα δουλεύει την ευχή και ό νους σαν ένας απλός θεατής θα παρακολουθεί τα
λόγια της ευχής. Αυτός είναι ό απλανής δρόμος της νοεράς προσευχής.
Όταν θα
τον εξασκήσουμε αυτόν στην αρχή θα βρούμε κάποια δυσκολία, αλλά μετά θα βρούμε
πλάτος, φάρδος, ύψος, βάθος. Θα δημιουργηθεί πρώτον μια χαρά μεμιγμένη με πόνο,
μετά σιγά - σιγά χαρά, ειρήνη, γαλήνη. Αλλά και ό νους αφού γλυκανθή δεν θα
μπορέσουμε να τον ξεκολλήσουμε από την προσευχή στην καρδιά και στην ευχή.
Θα
δημιουργηθεί τέτοια κατάστασης, πού δεν θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε.
Θα
καθίσουμε σε μια γωνιά, είτε όρθιοι, είτε καθισμένοι, θα σκύψουμε το κεφάλι και
δεν θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε από εκεί ώρες ολόκληρες. Μπορούμε να καθίσουμε
μια, δύο, τρεις, τέσσερες, πέντε, έξη ώρες κόκκαλο, και να μη μάς κάνη καρδιά
να σηκωθούμε, ούτε ό νους να πάει πουθενά αλλού. Τον βλέπουμε μόλις πάει
πουθενά αλλού, αμέσως τραβάει κάτω το κεφάλι. Γίνεται δηλαδή μια αιχμαλωσία στο
θέμα της προσευχής. Ό τρόπος αυτός της προσευχής είναι λίαν αποτελεσματικός.
Πρώτον θα φέρει την άμετεώριστον προσευχή, θα φέρει χαρά, ειρήνη συνάμα θα
φέρει δάκρυα χαράς, διαύγεια τού νου. Ό νους θα γίνει δεκτικός θεωριών, θα
δημιουργηθεί μετά ή απόλυτος καρδιακή ησυχία. Δεν θα θέλει ό άνθρωπος να άκούη
τίποτε απολύτως. Θα νομίζει ότι βρίσκεται σε μια Σαχάρα έρημο. Συνάμα θα
γίνεται ή ευχή και πιο σύντομα. Θέλω να την έχω σύντομα, θέλω αργά, όπως
αναπαύεται ή ψυχή, όπως της αρέσει εκείνη την ώρα.
Θα λέμε
λοιπόν: «Κύριε - Ιησού - Χριστέ - ελέησον με - Κύριε - Ιησού - ...» και ό νους
θα παρακολουθεί την ευχή όπως ένας μηχανικός παρακολουθεί το μηχάνημα πού
δουλεύει. Ύστερα αφού δεν θα μπορούμε να πάρουμε άλλη αναπνοή θα εκπνέουμε σιγά
- σιγά «Κύριε - Ιησού - Χριστέ - ελέησον με, Κύριε - Ιησού - ...», ώστε να
φθάσουμε στο τέρμα. Άντε πάλι μια αναπνοή σιγά - σιγά. ’Όχι βιαστικά- απαλά, ήρεμα,
ήσυχα, χωρίς βία. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και να δείτε ύστερα από λίγο
στις δουλειές σας επάνω, μόλις παίρνετε αναπνοή θα λέτε: «Κύριε Ιησού Χριστέ,
ελέησον με», ύστερα στην εκπνοή πάλι την ευχή. Μόνη της ή καρδιά τόσο θα
άναπαυθή και ό νους όπου και να βρίσκεται θα παίρνετε αναπνοή και ό νους θα
λέγει την ευχή. Βέβαια μπορεί να μη λέτε τρεις ευχές, πάντως μία θα λέτε
τουλάχιστον. Και ύστερα θα αποκτηθεί ένας ρυθμός, ένας μηχανισμός ρυθμισμένος
μαστορικά, και θα δείτε κατόπιν τα αποτελέσματα πού θα έχει αυτή ή προσευχή.
Θα
τραβά όλο και πιο πολύ. Θα λέτε: πέρασε ένα τέταρτο, και θα- χουν περάσει δύο
ώρες. Τόσο δεν θα θέλει ό άνθρωπος να ξεκολλήσει ό νους του από την καρδιά και
από το να άκούη την προσευχή. Τί τα θέλεις τα ψαλσίματα, τί θέλεις εκείνο; Γι’
αυτό οι Πατέρες στάς ερήμους δεν χρειάζονταν τέτοια πράγματα. Βέβαια αυτά
επικυρώνονται από την εκκλησία. Αλλά οι άνθρωποι πού βρήκαν αυτόν τον τρόπον
της νοεράς προσευχής, πού είναι λίαν υψηλότερος των τυπικών, άφησαν τούς τύπους
και πιάσαν την ουσία. Εμείς επειδή χάσαμε την ουσία, γιατί ίσως δεν έχουμε
διδασκάλους να μάς πουν, ή ότι δεν έχουμε την προαίρεση και την θέληση, πιάσαμε
τα τυπικά. Έτσι οι σημερινοί μοναχοί κάνουν τον Εσπερινό τους, την ακολουθία
τους, πέραν τούτου τίποτε. Κάνουν και την εργασία τους και λένε ότι κάνουν το
καθήκον. Μα δεν έγινε το καθήκον.... ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Έκδοσης
Ιεράς Μονής Φιλοθέου 'Αγίου Όρους.
Κεντρική
διάθεσις: «Όρθόδοξος Κυψέλη».
Τηλ.:
2310212659 - Φάξ: 2310207340.
http://hellas-orthodoxy.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου