Ο ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ ΨΥΧΩΝ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΩΝ
Η θεραπεία αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα σημεία της χριστιανικής ζωής. Η θεραπεία δεν είναι μόνο εξωτερικό γεγονός, δεν έχει δηλαδή μόνο απτά αποτελέσματα, ορατά δια γυμνού οφθαλμού στον άνθρωπο, ο οποίος νοσεί. Υπάρχει και η εσωτερική θεραπεία, δηλαδή η απαλλαγή του ανθρώπου από το βαρύ φορτίο των αμαρτιών του, η οποία αποτελεί το αποτέλεσμα μίας κίνησης του Θεού που λυτρώνει αυτόν που νοσεί από την αλλοτρίωση, από την αποξένωση δηλαδή τόσο του σώματος όσο και της ψυχής από τον ίδιο το Θεό, τον συνάνθρωπο και από τον εαυτό του πάσχοντος.
Η επιστήμη μπορεί να δει την εξωτερική όψη της θεραπείας και να την εκτιμήσει, ιδίως εκεί όπου η ίδια δεν δύναται να βοηθήσει τον άνθρωπο. Μπορεί ίσως και να διαπιστώσει και αποτελέσματα της εσωτερικής ίασης στην ψυχολογία και την όλη λειτουργία του θεραπευθέντος ανθρώπου. Όμως για την επιστήμη η έννοια της αμαρτίας αποτελεί ξένη κατάσταση, η οποία δεν μπορεί να εμπίπτει στους κανόνες της. Ο Θεός ανήκει στο πεδίο της πίστης και όχι της επιστημονικής απόδειξης.
Ειδάλλως και ο Θεός δεν θα ήταν Θεός, αφού θα εμπεριέχετο σε κλειστά ή περισσότερα ανοικτά συστήματα έρευνας και περιγραφής, κάτι που θα αντίκειτο στην έννοια του αρρήτου που συνοδεύει κατ’ ανάγκην δική μας τον Θεό, αλλά και η επιστήμη θα είχε δυνατότητες ή θα λειτουργούσε αυτοθεοποιητικά, κάτι που και πάλι αντίκειται στην ίδια την συνεχώς αναπτύσσουσα νέες προοπτικές, που συμπληρώνουν, διορθώνουν, ανανεώνουν, προσθέτουν, αλλά δεν κλείνουν το πεδίο έρευνας και τις δυνατότητες περαιτέρω προόδου.
Αντίκειται όμως και στην ίδια την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση. Δεν γνωρίζουμε αν ποτέ η επιστήμη θα φτάσει στα απόλυτα όριά της. Αυτό δεν το γνωρίζουμε και για τον άνθρωπο. Εμείς όμως είμαστε βέβαιοι ότι η ύπαρξη του Θεού ανοίγει πάντοτε στον άνθρωπο την δυνατότητα περαιτέρω δημιουργίας, όπως επίσης και συμπληρώσεως δια της θείας Χάριτος, των ελλειπόντων και θεραπείας των ασθενούντων. «Όπου Θεός βούλεται, εκεί νικάται φύσεως τάξις ως γέγραπται».
Αυτή τη στάση έναντι της ασθενείας η χριστιανική παράδοση την διαμόρφωσε μέσα από την παρουσία του ιδίου του Χριστού, αλλά και στην ιστορική συνέχειά της δια των Αποστόλων και των Αγίων. Ο Κύριος μας διήλθε την περιοχή της Παλαιστίνης «ευεργετών και ιώμενος» (Πράξ. 10,38) τους ανθρώπους. Υπήρχαν μάλιστα χαρακτηριστικές περιπτώσεις στην επίγεια δράση Του, όπου έδειχνε αυτή την διττή όψη της θεραπείας.
Για παράδειγμα, όταν του έφεραν τον παραλυτικό της Καπερναούμ, βγάζοντας τη στέγη από το σπίτι όπου βρίσκονταν ο Ιησούς, ο Κύριος είπε στον παραλυτικό βλέποντας την πίστη των τεσσάρων ανθρώπων που τον κουβάλησαν με το κρεβάτι του: «Τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Και στη συνέχεια, διαπιστώνοντας τον σκανδαλισμό των γραμματέων, οι οποίοι ήξεραν από τον Μωσαϊκό νόμο ότι μόνο ο Θεός μπορεί να συγχωρεί τις αμαρτίες των ανθρώπων, λέγει προς τον ασθενούντα: «Έγειρε και άρον τον κράβαττόν σου και ύπαγε εις τον οίκον σου» (Μάρκ. 2, 3,12).
Ο Χριστός θεράπευσε την καρδιά του ανθρώπου από την αμαρτία, που σημαίνει από καθετί που τον χώριζε από το Θεό και αυτό δεν είναι μόνο πράξεις που αντίκεινται στο θεϊκό θέλημα, είναι και λογισμοί και ολόκληρη η εμπαθής κατάσταση της ανθρώπινης φύσης που εμποδίζει τον άνθρωπο να αγαπά ολοκληρωτικά και θυσιαστικά τον Θεό και τον συνάνθρωπο, αλλά και που στρέφεται τελικά εναντίον του ίδιου του ανθρώπινου εαυτού, προκαλώντας και τις σωματικές ασθένειες.
Και αφού δόθηκε η εσωτερική θεραπεία, δηλαδή η λύση της αμαρτίας, τότε έρχεται και η υπέρβαση του φυσικού νόμου, η λύση της ίδιας της ασθένειας. Και η αιτία που ο Χριστός θεραπεύει τον άνθρωπο βρίσκεται και στην αγάπη Του προς αυτόν, αλλά και στην πίστη τόσο του ιδίου, όσο και εκείνων που τον μεταφέρουν. Αυτό σημαίνει ότι το θαύμα δεν έχει να κάνει με τον άνθρωπο ως άτομο μόνο, αλλά έχει να κάνει με τον άνθρωπο ως μέλος της κοινότητας, του σώματος δηλαδή του Χριστού, της Εκκλησίας.
Ο άνθρωπος δεν θεραπεύεται από τον Θεό σωματικά και ψυχικά μόνο και μόνο για τον ίδιο, αλλά και για να συμμετέχει στη ζωή της Εκκλησίας, δηλαδή να μεταδίδει την χαρά για την ίαση στους συνανθρώπους του, κάτι που εν μέρει αγγίζει και την ιατρική επιστήμη, η οποία, μολονότι λειτουργεί εξατομικευμένα, δεν μπορεί και να αγνοήσει ότι ο άνθρωπος που πάσχει δεν είναι μόνο άτομο, μονάδα, αλλά και πρόσωπο το οποίο έχει σχέσεις με άλλους ανθρώπους, τους συγγενείς και τους άλλους φίλους και οικείους, με αποτέλεσμα η όποια θεραπεία να αντανακλά στα πρόσωπα των ιατρών και σε επίπεδο κοινωνίας, αφορώσα στην προσωπική τους κιόλας καταξίωση και αναγνώριση.
Για την Εκκλησία μας ο κάθε χριστιανός, ο κάθε άγιος αποτελεί απτό σημείο της εσωτερικής ίασης, της θεραπείας της καρδιάς του ανθρώπου από την χάρη του Θεού. Μόνο ο θεραπευμένος μπορεί να δώσει θεραπεία στους άλλους. «Ιατρέ θεράπευσον σεαυτόν» (Λουκ. 4, 23), μας λέγει ο λόγος του Θεού. Και ο κάθε άγιος έχει από τον Θεό την δυνατότητα πρωτίστως να θεραπεύει την ψυχή του ανθρώπου, με βάση και τα χαρίσματα που του έχουν δοθεί. Άλλος δια του λόγου, άλλος δια της χάριτος των μυστηρίων, όπως η Θεία Ευχαριστία και η εξομολόγηση, άλλος δια της προσευχής, άλλος δια της υλικής αγάπης και ελεημοσύνης, άλλος με τα περισσότερα ή και όλα από αυτά τα χαρίσματα.
Πρωτίστως όμως ο θεραπευτής λειτουργεί ως θεραπευόμενος στο Σώμα του Χριστού. Και αυτή η λειτουργία δεν πιστοποιείται με την λήψη ενός πτυχίου ούτε σταματά με την επενέργεια άπαξ της χάριτος του Θεού. Είναι μία συνεχής κατάσταση, που έχει να κάνει μ’ αυτό που ονομάζουμε πνευματικό αγώνα και διαρκεί ολόκληρη τη ζωή του θεραπευτή. Κάθε στιγμή αυτός βάζει «αρχή μετανοίας», διότι κάθε στιγμή συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να φτάσει την καθαρότητα και την τελειότητα του Θεού, αλλά και διαπιστώνει την αμαρτωλότητά του.
Γι’ αυτό και επαναβεβαιώνει την θεραπεία του όντας κοντά σε άλλο θεραπευτή, που είναι αυτός που ονομάζουμε στη ζωή της Εκκλησίας ο πνευματικός πατέρας, στον οποίο καταθέτει τους λογισμούς του, τις αποτυχίες του, την αδυναμία του και λαμβάνει δια του μυστηρίου της μετανοίας την άφεση και ξεκινά από την αρχή τον αγώνα του να προσθέσει στη ζωή του τον Θεό, δια της προσευχής, της μελέτης, της άσκησης, της αγάπης, του πολέμου κατά των παθών και των λογισμών.
Και όλα αυτά όχι μόνο για τον εαυτό του. Αλλά και για να μπορεί να βοηθήσει και άλλα μέλη του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας δηλαδή, να προχωρήσουν και να προχωρούν στη δική τους θεραπεία από την αμαρτία. Τελικός σκοπός όλου αυτού του αγώνα, είναι η σωτηρία, δηλαδή η βίωση της ακεραιότητας, της πληρότητας νοήματος και αγάπης του ανθρωπίνου προσώπου στη σχέση με το Θεό και τον συνάνθρωπο, όπως επίσης και η νοηματοδότηση του εαυτού ως μέλους της Εκκλησίας και ως σωζόμενης ύπαρξης, δηλαδή ως εκείνης που ποθεί την αιώνια κοινωνία με το Θεό, νικώντας ακόμη και τον θάνατο. Σε ό,τι αφορά το πνεύμα, την ψυχή, αιώνια, σε ό,τι αφορά το σώμα, δια της αναστάσεως των νεκρών.
Υπάρχουν στην παράδοσή μας και άγιοι, στους οποίους δόθηκε ένα επιπλέον χάρισμα. Εκτός του να θεραπεύουν ψυχές, έλαβαν την ιδιαίτερη ευλογία να θεραπεύουν και σώματα ανθρώπων. Αυτό δεν γίνεται όμως μαγικά, σαμανιστικά, με ξόρκια, δεισιδαίμονες τελετουργίες και με σκοπό να ελέγξουν τη ζωή των ανθρώπων. Γίνεται στο όνομα του Χριστού και έρχεται ως αποτέλεσμα πρωτίστως της πίστης του αγίου που λειτουργεί ως θεραπευτής, αλλά και ενίοτε και της πίστης του ασθενούντος ανθρώπου. Ο θεραπευτής άγιος δεν λειτουργεί ως θεός. Παρακαλεί τον Θεό δια της πίστεως και της προσευχής του και στο όνομα Εκείνου δίδεται η σωματική θεραπεία στον άνθρωπο, ακριβώς όπως και η ψυχική. Σκοπός της θεραπείας δεν είναι η δόξα του θεραπευτή, αλλά η δόξα του Θεού. Και ο θεραπευτής δεν δεσμεύει τον θεραπευόμενο. Ακολουθεί τον λόγο του Κυρίου προς έναν άλλο παράλυτο, αυτόν της Βηθεσδά: «μηκέτι αμάρτανε» (Ιωάν. 5, 14).
Δεν τον ενδιαφέρει η ευγνωμοσύνη του θεραπευόμενου προς το πρόσωπό του, αλλά προσεύχεται για την ευγνωμοσύνη έναντι του ελεούντος Θεού. Και βέβαια η αγάπη του θεραπευτή λειτουργεί, όπως η αγάπη του Θεού προς τον κάθε άνθρωπο: δεν απαιτεί ούτε θέτει ως προϋπόθεση την ένταξη του θεραπευόμενου σε ένα κλειστό σύστημα, όπως συνήθως λειτουργεί η θρησκεία, αλλά τον αφήνει ο ίδιος να κρίνει αν μπορεί και θέλει να λειτουργήσει σε μια τέτοια σχέση με το Θεό.
Βεβαίως, ένας θεραπευθείς άνθρωπος μπορεί να αποτελέσει αφορμή για να δοξαστεί ο Θεός, αλλά και για να στερεωθεί η πίστη πολλών. Όμως δεν είναι το θαύμα που κρατά την πίστη, ακόμη κι αν συμβάλει στην γέννησή της, γιατί η εντύπωση του θαύματος γρήγορα παρέρχεται, καθώς η αμαρτία συμπνίγει το νου και την καρδιά του ανθρώπου. Είναι η πίστη που γεννά και κρατά ζωντανό το θαύμα της θεραπείας του ανθρώπου, η οποία, όταν είναι πρωτίστως ψυχική, λειτουργεί υπερβαίνοντας τον χρόνο και την πρόσκαιρη εντύπωση και δίνει στον άνθρωπο προοπτική αιωνιότητας. Άλλωστε, η σωματική ίαση προσωρινά αναστέλλει τον έσχατο εχθρό της ανθρώπινης ύπαρξης, τον θάνατο. Δεν μπορεί να τον καθυποτάξει οριστικά.
Όμως η πνευματική ίαση έχει οδηγήσει τον άνθρωπο σε οριστική νίκη κατά της κύριας μορφής του θανάτου που δεν είναι τόσο ο σωματικός, όσο ο πνευματικός, δηλαδή ο χωρισμός της ύπαρξης από το Θεό, τόσο στον παρόντα κόσμο και χρόνο, εξαιτίας της αμαρτίας, όσο και στην αιωνιότητα, εφόσον ο άνθρωπος ελεύθερα επιλέξει να αρνηθεί την προτεραιότητα της κοινωνίας με το Θεό και τους αγίους Του, δηλαδή την κοινωνία της Εκκλησίας στον παρόντα και στον αιώνιο χρόνο.
Το ενδιαφέρον πάντως στον Άγιο που έλαβε το χάρισμα της θεραπείας και των ψυχών και των σωμάτων είναι ότι δεν αναστέλλεται αυτό το χάρισμα ούτε και με τον θάνατο. Ο Άγιος έχει λάβει χάρη από το Θεό ώστε να γιατρεύει ανθρώπους που προσεύχονται και το ζητούν ακόμη και όντας ο ίδιος εν τω ουρανώ. Επιτρέπει ο Θεός στον άγιο να θαυματουργεί ή, καλύτερα, θαυματουργεί ο Θεός δια του Αγίου στον άνθρωπο που πιστεύει και τον επικαλείται, δείχνοντας στον κόσμο μας ότι η αληθινή αγάπη ουδέποτε νεκρούται, αλλά και αυτά που φαίνονται αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά για το Θεό.
Πόσο μεγάλη ευλογία είναι για τον κόσμο μας άνθρωποι οι οποίοι έφυγαν από αυτή τη ζωή να παραμένουν κοντά μας και να μας γιατρεύουν ψυχικά και πνευματικά με τα κείμενά τους, τους λόγους τους, τη ζωή τους, αλλά, και ενίοτε, να μας δίδουν και την σωματική ίαση, γιατί ο Θεός θαυμαστώνει τους αγίους Του, δείχνοντάς μας τελικά το ατελεύτητο της πίστης ως προς τα όρια, που νικά ακόμη και τον θάνατο.
Ένας τέτοιος Άγιος, ο οποίος έλαβε το διπλό αυτό χάρισμα της θεραπείας των ψυχών και των σωμάτων υπήρξε ο άγιος Λουκάς, Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως, ο ιατρός. Πρωτοπόρος επιστήμονας στην ιατρική (το αποδεικνύει αυτό η διατριβή του Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων, αλλά και η τεράστια κλινική του εμπειρία στα νοσοκομεία, στην έρευνα, στον αγώνα του, όντας εξόριστος από ένα άθεο καθεστώς, να συνδράμει τους απλούς και καθημερινούς ανθρώπους, χειρουργώντας σε πρωτόγονα χειρουργεία), αλλά και θεραπευτής ψυχών ως ποιμένας της Εκκλησίας, διάκονος του λόγου και των μυστηρίων της πίστης.
Και θεραπευτής σωμάτων δια της επιστήμης εν ζωή, αλλά και θεραπευτής σωμάτων μετά θάνατον, χάρις στην παρρησία που έλαβε στον Θεό. Κι όλα αυτά διότι είχε στη ζωή του επιλέξει έναν δύσκολο δρόμο, ο οποίος ήταν κατάφορτος σταυρών, αλλά και βεβαιότητας της ανάστασης: τον δρόμο της πίστης στο Θεό και της αγάπης τόσο για Εκείνον, όσο και για την εικόνα Του, που είναι οι άνθρωποι. Και μάλιστα, ο Άγιος αγάπησε και εκείνους τους ανθρώπους ο οποίοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μισηθούν από τον άγιο, χωρίς όμως να τα καταφέρουν.
Παραθέτουμε αποσπάσματα από τη ζωή και το έργο του Αγίου που δείχνουν όλα όσα περιγράψαμε:
Γράφει ο ίδιος: «ο εξαιρετικά δύσκολος δρόμος του χειρουργού που εργάζεται μόνος του στην ύπαιθρο, τον οποίο αναγκάστηκα να ακολουθήσω, με έμαθε μερικά πράγματα που τώρα, στο τέλος της χειρουργικής μου δραστηριότητας, θα ήθελα να μοιραστώ με τους νεώτερους συναδέλφους μου, ώστε να τους διευκολύνω στο έργο τους, στα δύσκολα προβλήματα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν.
Το πρώτο πράγμα για το οποίο αισθάνθηκα πόνο ξεκινώντας την εργασία μου στην επαρχία, είναι η πλήρης ανεπάρκεια της εκπαίδευσης που έλαβα στο πανεπιστήμιο αναφορικά με τη διάγνωση και τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων, οι οποίες, ωστόσο, αποδείχτηκαν το σημαντικότερο, το συνηθέστερο κομμάτι της χειρουργικής για τον ιατρό, στον οποίο απευθύνονται αγρότες και εργάτες. Έπρεπε με τις δικές μου δυνάμεις να αναπληρώσω αυτό το κενό και σε όλη μου τη ζωή εργάστηκα σκληρά γι’ αυτό» (Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως, Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων, Αθήνα 2011, πρόλογος στην πρώτη έκδοση).
«Για περισσότερα από 25 χρόνια η ζωή μου ήταν συνυφασμένη με την εργασία του αγροτικού χειρουργού και καθηγητή της χειρουργικής και μετά ένδεκα χρόνια διώξεων για το όνομα του Χριστού μέσα στις φυλακές και στις σκληρές εξορίες. Από το 1944 συνδύαζα την επίπονη διακονία του Επισκόπου με την θεραπεία των τραυματιών στο Ταμπώφ και μόλις το 1946 ολοκληρώθηκε η χειρουργική μου δραστηριότητα και παρέμεινε μόνον η Αρχιερατική. Στον πολύ κόσμο ήταν ακατανόητο πώς μπορούσε ένας μεγάλος χειρουργός, που τιμήθηκε με το Α’ βραβείο Στάλιν, να αφήσει τη χειρουργική και να γίνει Επίσκοπος. Όμως δεν υπάρχει τίποτα το περίεργο σ’ αυτό, γιατί από τα νεανικά μου κι όλας χρόνια, ο Κύριος με προόρισε για την υπέρτατη μορφή διακονίας σ’ Αυτόν και τους ανθρώπους.
Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, στην τελετή αποφοίτησης, έλαβα από τον Διευθυντή του σχολείου το απολυτήριο Γυμνασίου, το οποίο είχε βάλει στο Ιερό βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Το είχα διαβάσει και πριν, αλλά τώρα, όταν διάβασα εκ νέου τα λόγια του Χριστού απευθυνόμενα στους Αποστόλους: ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι (Ματθ. 9, 37-38), η καρδιά μου σκίρτησε και αναφώνησα σιωπηλά: «Ω Κύριε, σου λείπουν οι εργάτες;» (Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως, Η πνευματική διαθήκη, Θήβα 2009 σελ. 9-11)
«Το βασικό στοιχείο του χαρακτήρα μου ήταν η έντονα έκδηλη επιθυμία να υπηρετήσω το Θεό και τους ανθρώπους... στα χρόνια της πλήρους ασυδοσίας των αντιθρησκευτικών διαδηλώσεων και καρνάβαλων, όπου χλεύαζαν τον Κύριο Ιησού Χριστό, η καρδιά μου φώναξε: «Δεν μπορώ να σιωπώ»...
Ο Κύριος δέχτηκε όλες τις θυσίες που του πρόσφερα, και όχι μόνο δέχθηκε, αλλά πολλά άλλαξε και διόρθωσε. Εγκατέλειψα τη χειρουργική, χάρη του κηρύγματος για τον Ιησού Χριστό. Δεν σκεφτόμουν καν τη δόξα του χειρουργού, που σίγουρα μου ανήκε. Ενώ στο Θεό η δόξα αυτή ήταν χρήσιμη, σε μεγάλο βαθμό αύξανε την δύναμη και την σημασία του κηρύγματός μου. Το αναγνωρισμένο και φημισμένο βιβλίο μου Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων το ολοκλήρωσα στην εξορία, όταν ήμουν πια αρχιεπίσκοπος.
Για την αποφασιστικότητά μου να θυσιάσω τα πάντα προς δόξαν Του, ο Κύριος μου έδωσε ένα άλλο μεγάλο τάλαντο, του εκκλησιαστικού κηρύγματος, και οι εννιά τόμοι των κηρυγμάτων έχουν αναγνωριστεί από την πνευματική ακαδημία της Μόσχας ως «εξαιρετικό φαινόμενο στην σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία» και «θησαυρός ερμηνείας της Αγίας Γραφής». Κι εγώ, ο αυτοδίδακτος στη θεολογία, εξελέγην μέλος της πνευματικής Ακαδημίας της Μόσχας.
Για την Εκκλησία, τα κηρύγματά μου θα έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων». Εκτός από αυτά τα θαυμαστά γεγονότα... βίωσα πολλές φορές ακόμη την παρουσία του Θεού...Αισθάνθηκα αρκετά και αισθητά την παρουσία και την επικοινωνία με τον Θεό στην πνευματική ζωή και στις προσευχές μου...» (Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως, Η πνευματική διαθήκη, σελ. 12-15)
«Πιστεύω βαθειά στο Θεό και όλη την ζωή μου την έκτισα πάνω στις εντολές Του. Και σε σας κληροδοτώ όλη τη ζωή σας να την αφιερώσετε στο Θεό και να χτίζετε όλα και πάντα πάνω στις εντολές του Χριστού. Για πολύ καιρό και με μεγάλη επιμονή έπλεα κόντρα στο ρεύμα και σε σας τα παιδιά μου κληροδοτώ να πλέετε κόντρα στο ρεύμα, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό. Να αποστρέψετε το βλέμμα σας και την καρδιά σας από εκείνη την μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας, που επιδιώκει όχι τους υψηλούς στόχους, αλλά εκείνους που είναι πιο εύκολο να επιτευχθούν.
Να μην προσχωρήσετε σ’ αυτή την πλειοψηφία που ζει όχι με το δικό της νου, αλλά με το νου των ηγετών και χτίζει τη ζωή της, όχι μόνο με τις ιερές εντολές του Χριστού, αλλά με τις υποδείξεις εκείνων που έχουν την εξουσία να καθοδηγούν τους ανθρώπους μόνον εκεί, όπου κατά τη γνώμη τους πρέπει να πηγαίνουν, όχι χάρη της βασιλείας των ουρανών, αλλά για χάρη της επίτευξης των αγαθών της επίγειας βασιλείας. Να είσαστε έτοιμοι ακόμη και για το μαρτύριο, εφόσον πλέετε κόντρα στο ρεύμα. Στις επιστημονικές ενασχολήσεις και στο έργο σας πάνω στη μελέτη των μυστηρίων της φύσης, μην επιδιώκετε τη δόξα για τον εαυτό σας, αλλά μόνο το να ελαφρύνετε τον πόνο των ασθενών και αβοήθητων συνανθρώπων σας». (Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως, Η πνευματική διαθήκη, σελ. 17-19).
«Μια νέα κοπέλα πήγε να χειρουργηθεί σε νοσοκομείο της Συμφερούπολης. Η κατάστασή της ήταν πολύ σοβαρή και η εγχείρηση δύσκολη και επικίνδυνη. Η γιατρός που θα τη χειρουργούσε κάλεσε τη μητέρα της ασθενούς και της είπε:
-Η εγχείρηση είναι πολύ δύσκολη και επικίνδυνη. Δεν μπορώ να σας εγγυηθώ τίποτα. Δεν ξέρω αν η κόρη σας βγει ζωντανή.
Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Η νέα οδηγήθηκε στο χειρουργείο. Σ’ όλη τη διάρκεια της εγχείρησης η μητέρα καθόταν στην αυλή του νοσοκομείου και με δάκρυα στα μάτια προσευχόταν στον άγιο Λουκά και στον άγιο Παντελεήμονα να βοηθήσουν. Σε κάποια στιγμή μπροστά στα μάτια της μητέρας εκτυλίχθηκε ένα καταπληκτικό γεγονός: ο τοίχος του νοσοκομείου έγινε διάφανος, σαν τζάμι. Φάνηκε η αίθουσα του χειρουργείου. Στο χειρουργικό κρεβάτι ήταν η κόρη της και γύρω η γιατρός που τη χειρουργούσε με τους συναδέλφους της. Δίπλα στεκόταν η νοσοκόμα-εργαλειοδότρια που κρατούσε τα χειρουργικά εργαλεία.
Και το ακόμα θαυμαστότερο: Δίπλα στη γιατρό είδε και τους δύο αγίους γιατρούς στους οποίους η ίδια προσευχόταν. Αριστερά στεκόταν ο άγιος Παντελεήμονας με μια λαμπάδα αναμμένη. Δεξιά στεκόταν ο άγιος Λουκάς, ο οποίος έπαιρνε κάθε τόσο τα εργαλεία από τη νοσοκόμα και τα έδινε στη γιατρό!
Η μητέρα έπεφτε από έκπληξη σε έκπληξη. Ένιωσε ότι η προσευχή της εισακούστηκε. Όταν τέλειωσε η εγχείρηση, η γιατρός βγήκε χαρούμενη και ενθουσιασμένη. Φώναξε τη μητέρα και της είπε:
-Πήγαμε πολύ καλά, ανέλπιστα καλά!
Τότε η μητέρα της διηγήθηκε το θαυμαστό γεγονός που έζησε. Η γιατρός έμεινε αποσβολωμένη. Έκανε το σταυρό της και ομολόγησε:
-Τώρα κατάλαβα. Όση ώρα χειρουργούσα και ήθελα κάποιο χειρουργικό εργαλείο, δεν προλάβαινα να το πω στη νοσοκόμα. Με το που σκεφτόμουν ποιο εργαλείο θέλω, το είχα στα χέρια μου» (Αρχιμ. Νεκτάριου Αντωνόπουλου, «Ταχύς εις βοήθειαν» -τα θαύματα του αγίου Λουκά σήμερα, Αθήνα 2011, σελ.12).
Ας έχουμε την ευχή και την βοήθεια του Αγίου!
Εισήγηση σε ημερίδα για τον Άγιο Λουκά στο Γενικό Νοσοκομείο Κέρκυρας
Κέρκυρα, 11 Ιουνίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου