11. ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΝΕΣ ΨΥΧΕΣ
Τὸ ἀπόγευμα ἡ βροχὴ σταμάτησε καὶ θέλησα νὰ κάνω ἕνα τηλεφώνημα
στὴν μητέρα μου νὰ τὴν ἐνημερώσω γιὰ τὸ ποὺ βρίσκομαι. Στὴν πόρτα ἔμεινα στήλη ἅλατος, κόντευα
νὰ πάθω ἐγκεφαλικό. Τὸ προαύλιο, ἕνα μικρούλι
5×5 ἦταν γεμάτο μὲ περιττώματα
ποὺ ἔπλεαν πάνω στὸ νερὸ σὰν μικρὲς βαρκοῦλες ποὺ παίζουν τὰ παιδάκια σὲ κάποια μικρὴ λιμνούλα. Φρίκη!!!! Τώρα; Πῶς νὰ πάω στὴν ἀπέναντι γωνία ὅπου ὑπῆρχε τὸ καρτοτηλέφωνο; Μία νεαρὴ συγκρατούμενη
στάθηκε δίπλα μου.
- Θέλεις νὰ πάρεις τηλέφωνο; Μὲ ρώτησε.
Κούνησα θυμωμένη τὸ κεφάλι μου ὡς ἔνδειξη ”ναι,„
γιατί ἡ φωνή μου δὲν ἔβγαινε.
-
Πάρε αὐτὴ τὴν πλαστικὴ λεκάνη, βάλε μέσα τὰ πόδια σου,
στηρίξου μὲ τὰ χέρια σου στὸν τοῖχο καὶ μὲ χορευτικὲς κινήσεις θὰ φτάσεις στὸ τηλέφωνο. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἐπιστροφή.
Μοῦ τὴν ἔχει βιδώσει ἄσχημα, δὲν θέλω νὰ ζήσω ἐδῶ μέσα, δὲν τὴ θέλω τέτοια ζωή. Θέλω νὰ ξεράσω, νὰ ξεράσω τὴν ἴδια μου τὴ ζωὴ ποὺ ἀνασαίνει μέσα στὰ συμφέροντα καὶ στὴν ἰδιωτικὴ ἐγκληματικότητα. Ὅλη τὴ νύχτα ἔμεινα ἄγρυπνη, πῶς νὰ κοιμηθῶ μέσα σ' αὐτὸν τὸν λαβύρινθο; Ἡ μία ἔβηχε, ἡ ἄλλη βογκοῦσε, στὴν ἀπέναντι γωνία
τὰ πρεζάκια ρουφοῦσαν τὴν πρέζα τους, ἡ ἄλλη ἔκλαιγε καὶ δίπλα ἕνα ὁμοφυλόφιλο ζευγάρι ἔκανε μπροστά
μας ἔρωτα. Ὅλη τὴ νύχτα ἔμεινα
ξάγρυπνη, μὲ τὴν ἀπόγνωση
τυπωμένη μέσα στὸ βλέμμα μου κι
ἕνας ἀκαθόριστος
φόβος θρονιάστηκε στὴν ψυχή μου.
-
Ἥμαρτον, Θεέ
μου!!!! Σὲ τί ἔχω φταίξει; Μονολογοῦσα μέσα στὴν ἐρημιὰ τῆς ψυχῆς μου.
Τὸ πρωί, μόλις
ξημέρωσε, πῆγα ἀμέσως στὸν ψυχίατρο νὰ μοῦ δώσει χάπια
γιὰ τὸν ὕπνο. Δὲν τὰ θέλω, ὅμως τώρα εἶναι ἐπιβεβλημένη ἡ ἀνάγκη νὰ τὰ παίρνω νὰ ἠρεμήσω, νὰ κοιμηθῶ, νὰ κοιμηθῶ μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θὰ φύγω. Οἱ μέρες περνοῦσαν, μὰ ἐγὼ δὲν τὶς ἔνιωθα. Ἤμουν συνεχῶς ναρκωμένη ἀπὸ τὰ χάπια κι ἀδιαφοροῦσα γιὰ τὰ πάντα. Στὸ προαύλιο
βγαίναμε νὰ γυμναστοῦμε, νὰ κυκλοφορίσει
τὸ αἷμα μας ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ξάπλα καὶ νὰ πλύνουμε τὰ ροῦχα μας. Τὸ προαύλιο ἦταν ἕνας μικρὸς χῶρος δέκα βήματα πάνω, δέκα βήματα κάτω. Συνεχῶς βαδίζαμε πάνω κάτω σὰν μία ταινία
τούρκικη "τὸ Ἐξπρὲς τοῦ Μεσονυκτίου", ποὺ οἱ φυλακισμένοι εἶχαν τρελαθεῖ κι ὁλημερὶς γυρνοῦσαν γύρω ἀπὸ ἕνα πηγάδι. Τὸ μυαλό μου ἔχει θολώσει, δὲν μπορῶ νὰ ἀναλύω τίποτα. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ κάνω εἶναι νὰ συλλέγω τὰ σκόρπια
κομμάτια μου μέσα ἀπὸ τὰ συντρίμμια, ἀναχαιτίζοντας τὴν δική μου
προσωπικότητα, δείχνοντας πτυχὲς ἄγνωστες ποὺ ὡς τώρα δὲν εἶχα γνωρίσει.
Ὄχι, δὲν πρέπει νὰ τρελαθῶ τώρα στὸ τέλος, πρέπει
νὰ κρατήσω πάση θυσία τὴν ψυχραιμία
μου καὶ νὰ κρατήσω μέσα
μου μία κρυφὴ ἐλπίδα πὼς σύντομα θὰ περάσουν ὅλα αὐτὰ ποὺ βίωσα. Νομίζω πὼς θὰ ξυπνήσω ἀπὸ τὸν ἐφιάλτη… Ὤχ, Θεέ μου, ἂς ἦταν μόνο ἕνας ἐφιάλτης τοῦ ὕπνου καὶ ὅταν ξυπνήσω νὰ πῶ πὼς ὅλα αὐτὰ ἦταν ἕνα κακὸ ὄνειρο.
Κουράστηκα νὰ εἶμαι πάνω σ' ἕνα κρεβάτι σὰν ἀνάπηρη, ἀλλὰ ποῦ νὰ πάω; Χῶρος δὲν ὑπάρχει, κι ἔξω ὁ χειμώνας εἶναι βαρύς. Ἀπὸ τὸ πρωὶ ἡ βροχὴ κι ὁ ἄνεμος
λυσσομανοῦν, ἡ ἀντάρα τοῦ οὐρανοῦ δὲν λέει νὰ σταματήσει. Τὸ προαύλιο εἶχε γεμίσει περιττώματα, περιττώματα ἡ ζωή μου… Πῶς ἔγινε ἔτσι ἡ ζωή μου; Τί νὰ περιμένω ἄραγε τώρα; Δὲν ξέρω, τίποτα
δὲν ξέρω, τίποτα δὲν περιμένω
τίποτα.
Ἕνα ἔρμο πουλὶ εἶναι ἡ ψυχή μου ποὺ δὲν βρίσκει
δέντρο νὰ πιαστεῖ, νὰ γαντζωθεῖ. Μία ψυχὴ τσαλακωμένη ποὺ τὴν τσαλάκωσε ὁ πόνος, ἡ ἀδικία καὶ οἱ καταιγίδες,
ποὺ τὴν σάρωσαν πάνω
στὸν ἀνεμοστρόβιλλό
τους. Οἱ μέρες περνοῦν μέσα στὴν ἀποχαύνωση,
στριφογυρίζω στὸ κρεβάτι μέσα
στὴ νευρικότητα, κάνω μία ὕστατη ἀπόπειρα νὰ διαβάσω, κάτι
νὰ ξεχαστῶ, μὰ ἀμέσως τὴν ἀπορρίπτω.
Πιέζω ἀφόρητα τὸν ἑαυτό μου νὰ βρῶ ἀνώδυνες
λύσεις, νὰ ἀνασυγκροτήσω τὶς δυνάμεις μου
ποὺ νιώθω πὼς μ' ἐγκαταλείπουν.
Ἡ ἀρρώστια μου ἦταν προβλέψιμη
ἀπὸ τὸ τσουχτερὸ κρύο καὶ χωρὶς θέρμανση. Τὸ βράδυ ψηνόμουν στὸν πυρετὸ καὶ σὲ κάθε βήχα μου ἔβγαζα αἷμα.
Οἱ
συγκρατούμενες τρόμαξαν κι ἄρχισαν νὰ φωνάζουν νὰ μὲ πᾶνε στὸ νοσοκομεῖο. Στὴ διαδρομὴ δὲν ξέρω ἂν λιποθύμησα ἢ πέθανα, ὅταν ὅμως ἄνοιξα τὰ μάτια μου εἶδα τὸν γιατρὸ δίπλα μου νὰ μοῦ χαμογελάει.
-
Πνευμονικὸ οἴδημα, παρὰ τρίχα τὴν γλύτωσες. Ἂν ἀργοῦσαν νὰ σὲ φέρουν θὰ εἶχες ἤδη πεθάνει.
-
Σ΄εὐχαριστῶ, γιατρέ, δύο φορὲς στὸ παρὰ πέντε. Μία
φορᾶ πάλι παρὰ τρίχα τὴν γλύτωσα ἀλλὰ ὡς πότε,
γιατρέ; Σ΄αὐτὸν τὸν ὑγρὸ τάφο ποὺ μ' ἔχουν
καταχωνιάσει, ὁ θάνατός μου εἶναι βέβαιος.
-
Ἡ ψυχὴ δὲν βγαίνει εὔκολα, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ τὴν πάρει.
-
Γιατρέ, σὲ παρακαλῶ! Σὲ ἱκετεύω μέσα ἀπὸ τὴν πληγωμένη
ψυχή μου· κράτησε μὲ λίγες μέρες
στὸ νοσοκομεῖο νὰ ἠρεμήσω ἀπ' ὅλα ὅσα γίνονται ἐκεῖ μέσα, δὲν ἀντέχω ἄλλο… σὲ παρακαλῶ!!!!
Ὁ γιατρὸς ἔφυγε σκεπτικὸς καὶ γύρισε μετὰ ἀπὸ εἴκοσι λεπτά.
- Θὰ μείνεις δέκα
μέρες στὸ νοσοκομεῖο περισσότερο.
Παραπάνω δὲν μπορῶ, γιατί τὸ κράτος
πληρώνει τὸν φρουρὸ ποὺ θὰ μείνει στὴν πόρτα.
- Νὰ πάει στὸ διάβολο, γιατρέ, αὐτοὶ παλεύουν γιὰ τὴν ἐξουσία κι ἐγὼ γιὰ τὴ ζωή μου. Σ' εὐχαριστῶ μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου.
- Θὰ κάνουμε μία αἴτηση στὸ ὑπουργεῖο πὼς τὸ κλίμα εἶναι βαρὺ γιὰ τὴν ὑγεία σου, γιὰ νὰ τοὺς ἀναγκάσουμε νὰ γίνει σύντομη
ἡ ἐπιστροφή σου.
Τὰ δάκρυα ἴσως χαρᾶς ἔτρεχαν σὰν τὸ Νιαγάρα ἀπὸ τὰ μάτια μου, ἔπιασα τὸ χέρι τοῦ γιατροῦ καὶ τὸ φίλησα μὲ ὅλη τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ πήγαζε ἀπὸ τὴν
τραυματισμένη καρδούλα μου.
Ὁ γιατρὸς ἦταν πάνω ἀπ' ὅλα ἄνθρωπος. Μὲ βοήθησε πολὺ νὰ ἀναρρώσω καὶ νὰ δῶ τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὀπτικὴ γωνία. Αἰσθάνομαι πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μεγαλύτερο καὶ τὸ πιὸ ἄγριο θηρίο. Ἂν νιώσει μέσα του συμπάθεια, σκύβει σὲ μυρίζει, σὲ γλύφει. Ἂν ὄχι, τότε ὁρμᾶ πάνω σου καὶ σὲ κατασπαράζει.
Ἀλλὰ τίποτα δὲν ὁρμᾶ πάνω σου ἂν δὲν δείξεις πὼς τὸ φοβᾶσαι. Ἡ πίκρα στάζει συνεχῶς μέσα μου, ἀναμασάω τὸν χρόνο
περιμένοντας τὴν δικαίωση τῆς ψυχῆς μου. Σήμερα
βγῆκα ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο καὶ γύρισα ξανὰ στὸν ὑπόνομο τῆς κόλασης μὲ τὴ σκέψη στὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μου.
Ἤμουν πολὺ κουρασμένη, τσακισμένη, χαμένη, ἕνα ζόμπι ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῶν χαπιῶν, ἕνα σῶμα νεκρὸ χωρὶς πυγμή, ποὺ μόνο ἀνασαίνει κι ἀκολουθεῖ μὲ τὴν ἴδια συνταγὴ τὸ παραμύθι τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς ἔχουν φουσκώσει οἱ ἄλλοι. Τὸ πρωὶ κοίταξα τὸν ἑαυτό μου στὸν καθρέφτη καὶ τρόμαξα. Ἀπέναντί μου
μία ἄγνωστη, μὲ γκρίζα μαλλιὰ καὶ πολλὲς ρυτίδες γύρω ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὰ χείλη. Τὸ βλέμμα της θολό, χωρὶς χρῶμα, χαμένο σὲ κάποιον ὁρίζοντα, ἀπολαμβάνοντας
τὸ ψεῦδος τῶν ὀνείρων. Δὲν ἦταν τόσο ἁπλὸ ν' ἀντικρίσω τὸν ἑαυτό μου στὸν καθρέφτη.
Φοβᾶμαι… φοβᾶμαι νὰ δῶ τὴ μορφὴ τῆς ψυχῆς μου
ξεγυμνωμένη γιατί θὰ σαλτάρω. Ἀνάθεμα τὴν τύχη μου· ὡς πότε ἡ ζωὴ θὰ μὲ χαστουκίζει; Ὡς πότε θὰ μοῦ ἀνοίγει πληγὲς ἀγιάτρευτες;
Τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ τραβάω καὶ δὲν ξέρω τὸ γιατί. Ἕνα μόνο ξέρω,
πὼς ἔχω τὴ συνείδησή μου καθαρότατη καὶ κοιμᾶμαι ἥσυχη. Ἄλλοι δὲν μποροῦν νὰ κοιμηθοῦν γιατί ἡ συνείδησή τους εἶναι γεμάτη
βρωμιὲς καὶ ἡ μπόχα δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ κοιμηθοῦν. Ὁ Θεὸς ξέρει τί
κάνει, σίγουρα ἔχει τὸ λόγο του καὶ περιμένει τὴν κατάλληλη στιγμὴ νὰ δώσει στὸν καθένα τὴν ἀμοιβή του.
Περιμένω μὲ ἀγωνία κάθε πρωὶ κάποιο νέο ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖο, ρωτάω καὶ ξαναρωτάω τὴν δεσμοφύλακα θέλοντας ν' ἀκούσω αὐτὸ ποὺ ζητάει ἡ καρδούλα μου.
Κι ὡς θαύματος αὐτὸ τὸ πρωινὸ μετὰ ἀπὸ δυόμισι μῆνες ἡ Μαρίνα μὲ ξυπνάει ἀλαφιασμένη.
-
Σήκω, φεύγουμε, γυρίζουμε στὸν Κορυδαλλό!!! Ξύπνα!!! Δὲν ἔχουμε χρόνο.
Πετάχτηκα σὰν λιοντάρι ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Ἦταν μία
φευγαλέα ἡλιόλουστη
μέρα, καὶ γέμισε ἡ ψυχή μου μὲ ἐνέργεια καὶ χαρά. Ἐπιτέλους,
φεύγω ἀπὸ τὸν βοῦρκο, μπορῶ τώρα νὰ ἀνασάνω, νὰ σταθῶ ὄρθια, νὰ καθαρίσω τὸ μυαλό μου ἀπὸ τὴν ὁμίχλη, νὰ καταλαγιάσει ἡ ὀργή μου, νὰ βγάλω ἀπὸ τὸ δέρμα μου αὐτὴ τὴν ὀσμὴ ποὺ κόλλησε καὶ δὲν λέει νὰ ξεκολλήσει,
κι ὅλα τὰ ἄσχημα ποὺ βίωσα ἐδῶ νὰ τὰ ρίξω στὴ θάλασσα, νὰ τὰ πνίξω, καὶ μαζὶ ὅλες τὶς πίκρες ποὺ μὲ κέρασε ἡ ζωή. Θέλω νὰ φύγω ὅσο πιὸ γρήγορα γίνεται, νὰ δῶ τὰ γνώριμα,
φιλικὰ πρόσωπα ποὺ τριάμισι
χρόνια συντροφιὰ δώσαμε μάχες,
σταθήκαμε δυνατὲς καὶ εἴχαμε
συνταυτιστεῖ μὲ τὴ δυστυχία, τὸν πόνο καὶ τὸ δράμα ποὺ πρωταγωνιστοῦμε καθημερινά. Ἀνυπομονοῦσα νὰ δῶ τὴν καλή μου φίλη
Κατερίνα, τὴν τρελάρα Βάνα
μὲ τὰ ἀστεία της, νὰ γελάσω, νὰ ξεχάσω ὅλα τὰ κακῶς κείμενα ποὺ μὲ περικύκλωσαν…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
Από το ομόνυμο βιβλίο της πρώην κρατουμένης Μ. Βολιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου