Τὴν ἑπόμενη μέρα τηλεφώνησα νὰ μάθω πὼς νιώθει, πὼς
αἰσθάνεται μὰ κάποια κυρία ποὺ τὸ σήκωσε μοῦ εἶπε πὼς δὲν ὑπάρχει καμία
Κατερίνα ἐκεῖ. Ἄρχισα νὰ σκέφτομαι διάφορα, πὼς μοῦ εἶπε ψέματα καὶ πὼς ὅλα
ἦταν μία λυκοφιλία τῆς φυλακῆς. Δὲν πειράζει, ἂς εἶναι καλά, γιατί ἐμένα μόνο
καλὸ μοῦ ἔκανε ἡ συντροφιά της.
Αὔριο περνάω συμβούλιο κι εὔχομαι συνεχῶς μέσα μου νὰ πᾶνε
ὅλα καλά. Ἔνιωθα πὼς αὔριο θὰ φυτρώσουν φτερὰ στὴν πλάτη μου, νὰ πετάξω
ἐλεύθερη στοὺς νέους ὁρίζοντες ποὺ ἀνοίγονται μπροστά μου.
Τὸ ἀπόγευμα βγῆκα στὸ προαύλιο νὰ παίξω βόλεϊ, νὰ ξεδώσω
αὐτὲς τὶς τελευταῖες ὧρες. Πάει, τελείωσε τὸ παραμύθι, τὸ πτυχίο ἀπ' τὸ κρυφὸ
σχολεῖο περιμένω γιὰ νὰ φύγω. Ὁ καθαρὸς ἀέρας τοῦ καλοκαιριοῦ μοῦ ἄλλαξε τὴν
διάθεση, ἄναψα ἕνα τσιγάρο κι ἀπέναντι εἶδα μία γνωστὴ δεσμοφύλακα, ποὺ αὐτὰ τὰ
χρόνια εἴχαμε συνάψει φιλικὲς σχέσεις, νὰ μὲ φωνάζει κοντά της.
-
Τί κάνεις; Μὲ ρώτησε.
-
Τί νὰ κάνω; Τὰ πράγματα εἶναι χάλια, καὶ αὔριο περιμένω νὰ
βγῶ ἀπὸ τὸν βόθρο.
-
Καλὴ ἐπιτυχία νὰ ἔχεις αὔριο, καὶ τὰ μυαλά σου ἀπὸ ἐδῶ καὶ
πέρα νὰ τὰ μαζεύεις, νὰ τὰ κλείσεις γερὰ μὲ ταινία γιὰ νὰ μὴν σοῦ ξαναφύγουν.
-
Σ' εὐχαριστῶ.
-
Τί τύχη κι αὐτή; Ποιὸς τὸ περίμενε νὰ κλείσει μ' αὐτὸ τὸν
τρόπο τὴν αὐλαία τῆς ζωῆς.
-
Μὰ τί λές, ποιὰ τύχη; Ποιὰ αὐλαία; Μήπως σοὺ σάλεψε κι ἐσένα
μαζὶ μὲ ὅλες τὶς παλαβὲς ἐδῶ μέσα;
-
Τὸ κουβάρι εἶναι μπερδεμένο, ἄστο, θὰ τὸ ξετυλίξουμε σιγὰ ‑
σιγά… Τώρα, πές μου, ἡ φίλη σου ἀποφυλακίστηκε, ἔφυγε ἐπιτέλους… Πολλὰ τὰ χρόνια,
πῶς ἄντεξε;
-
Ἡ ψυχούλα της τὸ ξέρει, ἂς εἶναι καλὰ τώρα, κι ἐμᾶς μᾶς
περισσεύει.
-
Γιὰ τὴν Κατερίνα θέλω νὰ σοῦ πῶ. Κατάλαβα πὼς δὲν ἔχεις μάθει
τὰ νέα.
-
Τὴν πῆρα τρεῖς φορὲς τηλέφωνο, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ τηλέφωνο ποὺ
μοῦ ἔδωσε ἦταν ψεύτικο. Ὅμως, πές μου, ποιὰ εἶναι τὰ νέα ποὺ θὰ χαρῶ πολὺ νὰ
μάθω;
-
Μπά!!! Δὲν τὸ βλέπω νὰ χαίρεσαι, ἀντίθετα θὰ στεναχωρηθεῖς.
-
Μωρέ, πὲς τὸ νὰ πάει στὸ διάβολο μ' ἔπρηξες.
-
Τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ Κατερίνα ἔφυγε, ἤμουν στὸ θυρωρεῖο, ἐγὼ τῆς
ἄνοιξα τὴν πόρτα γιὰ νὰ βγεῖ στὸν ἥλιο τῆς ἐλευθερίας. Ἔμεινα γιὰ λίγο στὴν
πόρτα, κατέβηκε τὸ πεζοδρόμιο καὶ προχωροῦσε νὰ πάει στὸ ἀπέναντι πεζοδρόμιο νὰ
πάρει κάποιο ταξί. Τὴν ὥρα ποὺ πάω νὰ κλείσω τὴν πόρτα, ἀκούω ἕνα γδοῦπο κι ἕνα
δυνατὸ φρενάρισμα, πετάγομαι ἀμέσως ὡς τὸ πεζοδρόμιο καὶ βλέπω περίπου στὰ
δεκαπέντε μέτρα τὴν Κατερίνα μέσα σὲ μία λίμνη αἵματος, καὶ βέβαια νεκρή. Αὐτὴ
ἦταν ἡ τύχη της, νὰ μὴν προλάβει οὔτε ἕνα λεπτὸ νὰ χαρεῖ τὴν ἐλευθερία της.
Κέρωσα, τὸ πρόσωπό μου πάγωσε, τὰ πόδια μου τρέμουν κι ἕνας
δυνατὸς λυγμὸς ξέφυγε ἀπὸ τὰ χείλη μου.
-
Καημένη, δυστυχισμένη Κατερίνα!!! Τί τραγικὸ φινάλε ἦταν
αὐτό; Γιατί; Ἀπὸ ποιόν; Ἦταν ἕνα προμελετημένο σχέδιο τῆς κακιᾶς μοίρας σου; Ἢ
τοῦ Θεοῦ; Ὄχι, δὲν μπορῶ νὰ τὸ πιστέψω, ἦταν πολὺ ἄδικο, εἶχε τόση λαχτάρα νὰ
ξαναδεῖ τὸ παιδί της, ἔκανε τόσα ὄνειρα, κι ὅλα μέσα σ' ἕνα δευτερόλεπτο ἔγιναν
στάχτες.
Οἱ δυνάμεις μου ἔνιωθα νὰ μὲ ἐγκαταλείπουν, ἴσια ‑ ἴσια ποὺ
μὲ κρατοῦσαν ὄρθια, κι ἄντεξα νὰ πάω μέχρι τὸ κελί. Ἔτσι, μὲ τὰ ροῦχα ποὺ
φοροῦσα, ξάπλωσα στὸ κρεβάτι, μὲ τὸν πόνο νὰ μαστιγώνει τὴν ψυχή μου, κι ἔμεινα
ἐκεῖ ἀμίλητη, ἀσάλευτη, παγωμένη ὡς τὸ ξημέρωμα. Ὕστερα, ἔπλυνα τὸ πρόσωπό μου,
τὰ δόντια μου, ντύθηκα, ἒφτιαξα τὸν καφέ μου καὶ γονάτισα νὰ προσευχηθῶ,
παρακαλώντας νὰ εἶναι τὸ συμβούλιο στὴν καλή του μέρα.
Περίμενα νὰ ἀνοίξουν τὶς κιγκλίδες καὶ τὶς πόρτες, νὰ βγῶ ἔξω
στὸν διάδρομο νὰ πιῶ τὸν καφέ μου, ὥσπου νὰ μὲ φωνάξουν. Τὰ μάτια μου κατάμαυρα
ἀπὸ τὸ ξενύχτι καὶ τὸ κλάμα, τὰ μάγουλά μου εἶχαν κρεμάσει ἀπὸ τὴν θλίψη καὶ τὸ
σῶμα μου ἔγερνε ἀπὸ τὸν πόνο γιὰ τὸν ξαφνικὸ κι ἀπρόσμενο θάνατο τῆς καλῆς μου
φίλης. Μετὰ ἀπὸ μία ὥρα, ἦρθε ἡ κλούβα, μὲ πῆραν καὶ μ' ἔσερναν ἁλυσοδεμένη στὰ
δικαστήρια, λὲς καὶ ἤμουν τὸ τέρας τῆς κοινωνίας.
Ὢχ Θεέ μου!!! Πὼς κρατᾶς τὰ κεραμίδια
ξεκάρφωτακαὶ δὲν τὰ ἔχεις γκρεμίσει ὡς τώρα; Τί βασανιστήρια εἶναι αὐτά; Ποιὰ
κατάρα μᾶς σκυλοδέρνει; Γιατί τόση ἀδικία στοὺς ταλαίπωρους ἀνθρώπους;
Ὅλα γυρίζουν μέσα στὸ μυαλό μου, σὰν νὰ
μπῆκαν στὸ μπλέντερ καὶ τ' ἀλέθει, ἀχταρμὰς ἔχουν γίνει ὅλα στὸ μυαλό μου κι
ἔχω ἐγκλωβιστεῖ.
Οἱ διαδικασίες τοῦ συμβουλίου τελείωσαν καὶ ξαναγύρισα στὴ
φυλακὴ κλονισμένη, σὰν νὰ πατοῦσα σὲ ἔδαφος ποὺ δὲν ἦταν στερεό. Μπῆκα στὸ
κελί, ξάπλωσα μὲ τὰ μάτια μου χαμένα στὸ ταβάνι, ἐπιθυμώντας τὴν ἀπομόνωση
περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε, ἀλλὰ κυρίως τώρα ποὺ πενθῶ τὴ φίλη μου. Ἀπὸ τὸ κελὶ
βγῆκα τὴν τρίτη μέρα νὰ τηλεφωνήσω γιὰ νὰ μάθω τὴν ἀπόφαση τοῦ συμβουλίου. Ἡ
ὑπάλληλος μὲ πληροφόρησε πὼς ἡ ἀπόφαση τοῦ συμβουλίου εἶναι θετικὴ καὶ πὼς σὲ
περίπου δύο ὧρες θὰ φτάσει τὸ φὰξ στὴ φυλακή.
Δὲν τὸ χάρηκα ὅπως τὸ περίμενα, δὲν οὔρλιαξα, δὲν χοροπήδησα,
δὲν τὸ πανηγύρισα, ἤμουν πολὺ θλιμένη καὶ θυμωμένη γιὰ χαρὲς καὶ πανηγύρια.
Μπῆκα στὸ κελί, μάζεψα ὁρισμένα προσωπικά μου πράγματα καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ
χάρισα σὲ κάποιες ἄπορες κρατούμενες, ὕστερα πῆρα τὸν σάκο μου καὶ βγῆκα στὸν
διάδρομο περιμένοντας νὰ μὲ φωνάξουν. Ἡ φίλη μου ἡ Βάνα ἔλειπε μὲ μεταγωγὴ καὶ
δὲν ἦταν ἐδῶ νὰ τὴν ἀποχαιρετήσω...ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Από το ομόνυμο βιβλίο
της πρώην κρατουμένης ΜΑΡΙΑΣ ΒΟΛΙΩΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου