12. ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ (συνέχεια)
Ἡ φυλακὴ εἶναι τὸ μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο τῆς ζωῆς. Εἶδα πολλά, ἔμαθα πολλὰ καὶ βίωσα ὅλες τὶς ὀδυνηρὲς καὶ τραγικὲς στιγμὲς τῶν ἀνθρώπων. Εἶδα μιζέρια,
πόνο, δυστυχία, κακομοιριά, μνησικακίες, συμμορίες, ταπείνωση, ξευτελισμό,
συμφορές, δολοφόνους, ἐμπόρους
ναρκωτικῶν, τρομοκράτες, κλεφτρόνια, ἄρρωστα κορμιά, ἀδικίες κι ὅλα τὰ ὡραῖα ἄνθη ποὺ στολίζουν αὐτὴ τὴν κοινωνία. Κι αὐτὸ ποὺ πονάει περισσότερο
εἶναι ἡ καταστροφή.
Σοὺ γκρεμίζουν τὸ οἰκοδόμημά σου, δὲν ὑπάρχει κολόνα νὰ στηριχθεῖς οὔτε θεμέλια·
σκαλίζεις τὸ χῶμα μὲ τὰ χέρια σου μέχρι νὰ βρεῖς τὴ ρίζα, νὰ νιώσεις μία σταγόνα δροσιᾶς ἀπὸ τὴν ξεχασμένη ζωὴ ποὺ ἄφησες πίσω
σου, τὴ ζωὴ τοῦ ἐξαναγκασμοῦ ἀπὸ τὴν ἀδυσώπητη κι ἀπρόσωπη μοίρα
σου.
Ὥρα μία τὸ μεσημέρι κι ἔχουμε φτάσει
στὴ φυλακή. Μόλις κατέβηκα ἀπὸ τὴν κλούβα, ἕνας τυφλὸς θυμὸς ἕσφιγγε τὰ στήθη μου. Θυμὸς γιὰ τὸν ἑαυτό μου; Θυμὸς γιὰ τὴν ἐξουσία; Θυμὸς γιὰ τὴν ταλαιπωρία
μου; Οὔτε κι ἐγὼ ξέρω. Ἦταν ἕνας ἀκαθόριστος
θυμός. Τὰ σημάδια τῆς ἐξάντλησης ἦταν ἐμφανῆ στὸ πρόσωπό μου, ἐντούτοις εἶχα ὁπλιστεῖ μὲ Ἰώβεια ὑπομονὴ κι ἀντοχὴ ν' ἀντέξω αὐτοὺς τοὺς πέντε μῆνες ποὺ μοῦ ἀπόμειναν.
Δέχτηκα ὅλες τὶς ἐπώδυνες
διαδικασίες, ἀμίλητη ρούφηξα
τὴ μύτη μου κι ἄξαφνα ξέσπασα
σ' ἕνα νευρικὸ γέλιο μὲ δύο δάκρυα νὰ κυλοῦν μέχρι τὰ χείλη μου τὴν ὥρα ποὺ ξεβρακώνομαι.
-
Γελᾶς ἢ κλαῖς; Μὲ ρώτησε ἡ δεσμοφύλακας.
-
Καὶ τὰ δύο μαζί, μὲ ἀμέτρητη χαρὰ γιὰ τὸ καλύτερο
βραβεῖο τῆς ξεφτίλας, τῆς ἀπάντησα μὲ μία χροιὰ εἰρωνείας.
-
Σὲ νιώθω, μὰ δυστυχῶς ἔτσι λειτουργεῖ ἡ φυλακή, ἐγὼ τὴ δουλειά μου
κάνω.
-
Δὲν ἔχω κάποιο προσωπικὸ πρόβλημα μαζί
σου μ' αὐτοὺς τοὺς ἄθλιους τὰ ἔχω. Ἐσύ!!! Τί νὰ κάνεις γι' αὐτούς, ἕνα μυρμηγκάκι
εἶσαι ὅπως κι ἐγώ.
Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ξεφτίλα
τελείωσε, πῆρα τὸ σάκο μου καὶ μὲ γοργὰ βήματα μπῆκα στὸ χῶρο τῆς φυλακῆς γιὰ νὰ φτάσω γρήγορα στὴν πτέρυγα νὰ δῶ τὶς ἀγαπημένες μου
φίλες.
- Θὰ κάνω τὴν καλύτερη ἔκπληξη στὴν Κατερίνα; Θὰ τρελαθεῖ ἀπὸ τὴν χαρά της;
Σκέφτηκα θὰ χαρεῖ, γιατί ἐνώσαμε τὶς ψυχές μας στὶς δύσκολες
συγκυρίες κι ἀναπτύχθηκε μία
ἀδελφικὴ σχέση μεταξύ
μας. Πράγματι, μόλις μὲ εἶδε στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ, πετάχτηκε ὄρθια καὶ μ' ἀγκάλιασε σφιχτά.
- Καλοσώρισες, εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς θὰ ἀποφυλακιζόμουν καὶ δὲν θὰ σὲ ἔβλεπα.
- Νὰ ποὺ εἶμαι ἐδῶ, καὶ περίπου στὸν ἴδιο μήνα θὰ ἀποφυλακιστοῦμε μαζί. Ὅποια καὶ νὰ βγεῖ πρώτη, θὰ περιμένει τὴν ἄλλη νὰ πᾶμε βόλτα κι ὕστερα σ' ἕνα μπὰρ νὰ πιοῦμε, νὰ γίνουμε τύφλα στὸ μεθύσι. Νὰ περπατᾶμε
τρικλίζοντας τοὺς δρόμους, νὰ χορέψουμε στὴ βροχὴ μέχρι νὰ γίνουμε
μούσκεμα ὡς τὸ κόκκαλο. Θὰ καεῖ τὸ πελεκούδι.
Κουράγιο… Μὴν ἀφήνουμε τὸ καράβι τώρα
ποὺ φτάνει στὴν στεριά.
Αὐτὴ τὴ στεριὰ τὴν περιμένουμε
σχεδὸν τέσσερα χρόνια, βλέπω τώρα τὴν ἀμμουδιὰ νὰ χρυσίζει ἀπὸ τὸν ἥλιο, ποὺ ἀνατέλλει σιγὰ σιγά,
χαμογελαστός, καὶ μοῦ σιγοτραγουδάει ψιθυριστά: « Βγὲς καὶ προχώρα
δυνατά, μὴν καβαλᾶς τὸ φάντασμα,
καβάλα τὴ ζωή, πιάσου γερὰ ἀπὸ τὰ κέρατα, μὴν πέσεις κι ὁδήγησέ τη στὴν εὐδαιμονία τῆς ψυχῆς σου ». Τὴν ψυχή μας, ποὺ εἶναι γεμάτη
πληγὲς ἀπὸ τὰ πολλὰ βέλη ποὺ μᾶς πετάει ἡ αἱμοβόρα μοίρα μας, ποὺ τὸ ἔβαλε πεῖσμα νὰ μᾶς ἐξοντώσει.
Ἡ Κατερίνα ἕψησε καφὲ καὶ μοῦ φάνηκε πὼς πρώτη φορᾶ ἔπινα καφέ. Ἦταν ἀπολαυστικός, παρέα μὲ τὴν καλή μου φίλη, ποὺ χαίρομαι νὰ τὴν ἀκούω νὰ συζητᾶ διάφορα, μὲ τὸ μυαλό της στὸ ὄνειρο τῆς Ἐλευθερίας…
Τὸ πρωὶ πάλι κακοτυχία, μὲ ξύπνησαν γιὰ ἔρευνα. Ἡ ψυχή μου
ἀγκομαχοῦσε, κουράστηκε νὰ πληρώνει ἁμαρτίες.
« Θεέ μου!!! Μὴν μὲ ἐγκαταλείπεις τώρα ποὺ τὸ τρένο πλησιάζει
στὴ στάση τῆς ζωῆς » ψιθύρισα ἀπελπισμένη.
Ἡ ἔρευνα ἔγινε ἐξαιτίας μίας τσιγγάνας, ποὺ ἡ ἔμπορος
ναρκωτικῶν τῆς ἔδωσε ἀντὶ γιὰ ἡρωίνη στόκο… Στοκάρισε τὸ μυαλό της κι
ἐπειγόντως τὴν πῆγαν στὸ νοσοκομεῖο σὲ κῶμα. Τέτοια φαινόμενα παρουσιάζονται
τακτικά. Τὸ ἐμπόριο ναρκωτικῶν, οἱ ξυλοδαρμοί, οἱ συμμορίες, οἱ ἐκβιασμοί, οἱ
συνωμοσίες, ἡ ξεφτίλα, οἱ ψυχικοὶ βιασμοὶ καὶ οἱ ἀπειλὲς εἶναι ἕνας καθημερινὸς
ἐφιάλτης ποὺ ἐπιβιώνεις μαζί του, κοιμᾶσαι καὶ ξυπνᾶς μαζί του. Εἶναι μία
ἐμμονὴ ποὺ ἔχει κατασταλάξει ὀδυνηρὰ μέσα μας. Φιγοῦρες τσαλακωμένες,
βαλσαμωμένες μέσα στὸν πόνο, ποὺ ἔχει σκιτσάρει ἡ συμμορία πάνω στοὺς γκρίζους
τοίχους ἑνὸς μαγικοῦ κόσμου τῶν φουκαράδων. Παντοῦ ὑπῆρχε μία λύπη, μία ὀργή,
μία ἀγωνία, μία σκιὰ ποὺ μορφάζει σὰν μάσκα ζωντανὴ μὲ τρελὲς ἐκφράσεις.
Τὸ βράδυ οἱ ἀστραπὲς καὶ τὰ μπουμπουνητὰ σάρωναν μὲ τὴν ὀργή
τους τὸν γκριζόμαυρο οὐρανό, ἄξαφνα σήκωσε ἀνεμοθύελλα. Ἀπὸ τὸ παράθυρο
παρακολουθοῦσα ἕνα μικρὸ δεντράκι ποὺ ἦταν μέσα στὸ μικρὸ προαύλιο, νὰ τὸ
δέρνει ἀλύπητα ὁ τυφώνας ποὺ σάρωνε τὰ πάντα στὸ πέρασμά του. Τὸ πρωὶ ξύπνησα
μελαγχολική, μία ψυχὴ λησμονημένη καὶ μοναχή. Βαρέθηκα, κουράστηκα, στέγνωσε ἡ
ψυχή μου, ξεράθηκε τὸ στόμα μου. Δὲν ἀντέχω ἄλλο, θέλω νὰ φύγω, νὰ φύγω ἀπὸ
αὐτὴ τὴν κόλαση, ποὺ οἱ πύρινες φλόγες του ἔκαψαν ὅ,τι ὄμορφο ὑπῆρχε μέσα μου
κι ἄφησε μόνο στάχτη, μία μυρωδιὰ καμένου, ποὺ σιγοκαίει ἀχόρταγα μέχρι νὰ μὲ
λιώσει. Σηκώθηκα καὶ πῆγα ὡς τὸ παράθυρο μὲ τὴ σκέψη στὸ δεντράκι, πὼς τὸ εἶχε
ξεριζώσει ἡ ἀνεμοθύελλα. Στάθηκα στὸ παράθυρο καὶ κοίταξα στὸ μικρὸ προαύλιο
καὶ τότε εἶδα τὸ δεντράκι νὰ στέκεται καμαρωτό, κουνώντας τὰ φυλλαράκια του σὰν
νὰ μοῦ ἔλεγε… Κοίτα!!! Ἐγὼ νίκησα τὸν τυφῶνα, ἐσύ….; Μπορεῖς, στάσου δυνατά,
κρατήσου γερὰ καὶ θὰ νικήσεις τὶς μπόρες.
Τὸ δεντράκι ἦταν ἕνα αἰσιόδοξο μήνυμα, μετρίασε τὴν δυσπιστία
μου καὶ μαλάκωσε κάπως τὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου ν' ἀντέξω τώρα ποὺ φτάνω στὴ
σοφίτα τῆς ζωῆς. Πόσες φορὲς τὸ ἔχω ὀνειρευτεῖ, ἀμέτρητες, ὅμως τὰ χρόνια τῆς
ἀπόγνωσης καὶ τὰ μυστήρια δὲν μπορῶ νὰ τὰ ξεχάσω μὲ τίποτα, μὲ καμία ἐξήγηση,
μὲ καμία μεταμέλεια.
Οἱ σκέψεις μου διακόπηκαν ἀπὸ τὴν χαρούμενη ἐμφάνιση τῆς
Κατερίνας. Τὰ μάτια της λάμπουν σὰν μαργαριτάρια, κι ἕνα ἀστραφτερὸ χαμόγελο
ἦταν ζωγραφισμένο στὰ χείλη της, αὐτὸ τὸ χαμόγελο ποὺ φανέρωνε τὴ χαρὰ καὶ τὴν
ἁγνότητα τῆς ψυχῆς της.
-
Ὑπέγραψα… φεύγω φίλη μου… Θεέ μου!!! Σ' εὐχαριστῶ ποὺ μετὰ
ἀπὸ δέκα ὁλόκληρα χρόνια θὰ δῶ τὴ μονάκριβη κόρη μου.
Χοροπηδοῦσε σὰν μικρὸ κοριτσάκι, ἡ χαρά της ἦταν ἀπερίγραπτη,
χοροπηδοῦσα κι ἐγὼ μαζί της ἀπὸ χαρά, γιατί γνωρίζω ὅσο κανεὶς ἄλλος τὸν πόνο
της καὶ θέλω νὰ φύγει ὅσο γίνεται πιὸ σύντομα γιὰ νὰ σφίξει στὴν ἀγκαλιά της τὸ
παιδί της ποὺ ὁ πρώην ἄντρας της τὸ εἶχε πάρει μακριά της. Ὅλη νύχτα ἔμεινε
ξάγρυπνη νὰ μονολογεῖ.
-
Πῶς θὰ εἶναι ἡ κόρη μου; Θὰ ἔχει μεγαλώσει; Τὴν ἄφησα δέκα
χρόνων κοριτσάκι καὶ τώρα εἶναι γυναίκα. Ἄραγε, θὰ μὲ συγχωρέσει; Θὰ μὲ
ἀγκαλιάσει μ' ἐκεῖνο τὸν μητρικὸ πόθο; Ἢ θὰ σταθεῖ ἀπέναντί μου σὰν μία
ἄγνωστη.
-
Μὴ βασανίζεις τὸ μυαλό σου βρὲ Κατερίνα, ὅλα θὰ πᾶνε καλά,
αὐτὸ ποὺ τώρα μετράει εἶναι ἡ ἐλευθερία σου.
Ἡ Κατερίνα ἔπλεε σὲ πελάγη εὐτυχίας, μὲ ὅ,τι αὐθόρμητο καὶ
συναισθηματικὸ μποροῦσε νὰ νιώσει ἡ πληγωμένη ψυχούλα της. Τὰ ψυχικά μας
τραύματα δὲν εἶναι ὁρατά, εἶναι ἀόρατα, δὲν φαίνονται, μόνο ἐμεῖς τὰ βλέπουμε
ποὺ πλημμυρίζουν τὴν ψυχή μας μὲ ὀδύνη κι ἀπελπισία.
Δύσκολες ἐποχές, δύσκολη ἐπιβίωση, ἔμαθα καὶ εἶδα πολλά, εἶχα
πιὰ σκληραγωγηθεῖ μὲ μία σχετικὴ πείρα ποὺ μ' ἔκανε δυνατή, τόσο δυνατὴ ποὺ ἡ
αἴσθηση αὐτῆς τῆς δυναμικῆς ἀντοχῆς μὲ ξύπνησε ἀπὸ τὸν λήθαργο κι ἄρχισα νὰ
παλέυω γιὰ τὴν μεγάλη ὑπέρμετρη δικαίωση. Δύσκολες οἱ φιλίες καὶ οἱ ἐπαφὲς μὲ
τὶς συγκρατούμενες, πού, μὲ πράξεις ἀπελπισίας οἱ ὁποίες δὲν εἶχαν μέτρο καὶ
ἠθική, προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβιώσουν. Τώρα, ὁ μεγάλος μου πόθος εἶναι νὰ
ἀποφυλακιστῶ, ἡ κλεψύδρα μετράει ἀντίστροφα, νὰ βγῶ ἐπιτέλους ἀπὸ αὐτὸν τὸν
βοῦρκο ποὺ βρίσκομαι, νὰ γλυτώσω, νὰ γεμίσουν τὰ πνευμόνια μου μὲ καθαρὸ ἀέρα
καὶ νὰ δῶ τὴ ζωὴ μὲ μάτια καθάρια, χωρὶς τσίμπλες.
Σήμερα ἡ μέρα εἶναι πολὺ ὄμορφη, ὁ ἥλιος ζεστὸς καὶ ζέστανε
τὴν ψυχή μου, ὑπογράφοντας τὴν αἴτηση ἀποφυλάκισης. Κόντευα νὰ σωριαστῶ ἀπὸ τὴν
χαρά μου, ἡ αἴσθηση τῆς ἐλευθερίας σφύριζε συνεχῶς στ' αὐτιά μου σὰν ἐρωτικὴ
μελωδία. Μέσα μου ὅμως ἀκούω μία ἄλλη φωνούλα ποὺ μ' ἔκανε νὰ συννεφιάσω.
-
Μὴν πανηγυρίζεις ἀκόμη, ἔχεις πρῶτα νὰ περάσεις ἀπὸ συμβούλιο
δικαστῶν κι ἂν τὸ ἐγκρίνουν ἐκεῖνοι θὰ φύγεις. Ἂν ὅμως δὲν τοὺς ἀρέσει ἡ φάτσα
σου, δὲν τὸ ἐγκρίνουν, καὶ παραμένεις μέσα ἀκόμη γιὰ δύο μῆνες.
-
Ὤ, ρὲ Παναγία μου, ἄλλο πάλι, ἄλλη ἀγωνία, ἄλλο ἄγχος, ἄλλη
ξεφτίλα, νὰ σὲ σέρνουν στὰ δικαστήρια ἁλυσοδεμένη. Μασκαράδες, ὑποκριτές,
λαμόγια, ἀλῆτες, ἀπάνθρωποι, ὅλοι περιφέρονται ἀνενόχλητοι, κρυμμένοι πίσω ἀπὸ
τὴ μάσκα τῆς καλῆς κι ὡραίας κοινωνίας.
Ὑπομονή, λίγες ἡμέρες ἔμειναν, ἂς τὰ βάλω ὅλα στὸ πλυντήριο,
νὰ ξεπλύνω τὴν βρωμιὰ ποὺ βρωμοκόπησε τὴν ψυχή μου, ὅπως καὶ τὴν ρετσινιὰ ποὺ
κόλλησε πάνω μου σὰν ρετσίνι καὶ δὲν ξεκολλᾶ. Σήμερα εἶναι μέρα χαρᾶς,
ἀποφυλακίζεται ἡ Κατερίνα μετὰ ἀπὸ δέκα χρόνια. Ὅλες οἱ συγκρατούμενες ἦταν ἔξω
ἀπὸ τοὺς θαλάμους καὶ τὰ κελιά, ἀποχαιρετώντας τὴ φίλη ποὺ τόσα χρόνια μαζὶ
πάλεψαν δίκαια γιὰ τὴν ἐπιβίωσή τους. Ἡ Κατερίνα μὲ ἀγκάλιασε συγκινημένη, μὲ
τὴν ὑπόσχεση πὼς θὰ μείνουμε ἀδελφὲς καὶ θὰ μὲ περιμένει τὴν πρώτη μέρα ποὺ θὰ
βγῶ νὰ συναντηθοῦμε, γιὰ νὰ κάνουμε αὐτὰ ποὺ μαζὶ ὀνειρευτήκαμε. Μοῦ ἄφησε τὸ
σταθερὸ τῆς γιαγιᾶς της, ποὺ θὰ ἔμεινε μέχρι νὰ τελειώσει κάποια χαρτιὰ ποὺ
χρειαζόταν, γιὰ νὰ φύγει στὸ ἐξωτερικὸ νὰ δεῖ τὸ παιδί της.... ΣΕΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Από το ομόνυμο βιβλίο της πρώην κρατουμένης Μ. Βολιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου