menu

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ


10. ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΝΕΣ ΨΥΧΕΣ
Οἱ γυναῖκες, ἐξαντλημένες κι ἀνακουφισμένες ἀπὸ τὴν ἔνταση τῶν γεγονότων, ξάπλωσαν νὰ ξεκουραστοῦν. Ἡ Κατερίνα στριφογύριζε ἀνήσυχη στὸ κρεβάτι της, μὲ τὸ ἔνστικτό της νὰ κλωτσάει μέσα της.
- Φοβᾶμαι, φίλη μου, νιώθω ἕνα κακὸ προαίσθημα πὼς κάποια ἀπὸ τὶς δυό μας, ὅπως κι ἄλλες γυναῖκες, ἢ θὰ τιμωρηθεῖ μὲ πειθαρχικὸ ἢ θὰ φύγει μὲ μεταγωγὴ σὲ ἄλλη φυλακή. Ἔνιωσα δύο σουβλιὲς στὸ στῆθος μου, ἡ Κατερίνα μοῦ ἔσωσε τὴ ζωὴ ὅταν πῆγα νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν πνευμονία καὶ δὲν ἤθελα νὰ τιμωρηθεῖ.
Τὴν ἑπόμενη μέρα μᾶς τοιχοκόλλησαν μία καινούργια ἀνακοίνωση πὼς ὁ νόμος ἰσχύει ἐφεξῆς κι αὐτὸ μᾶς καθησύχασε. Ὁ φόβος συνεχίζεται, τὸ αἴσθημα τῆς τιμωρίας, τῆς ἄδικης τιμωρίας. Τὰ γεγονότα τὰ ξεκίνησαν οἱ ἴδιοι, κι ὅμως ἐμεῖς γιὰ ἄλλη μία φορᾶ θὰ τιμωρηθοῦμε κι αὐτὴ τὴ φορὰ ἀναίτια.
Τὸ ψυχρὸ ἀεράκι ποὺ φύσηξε ἀπὸ τὸ ἀνοιχτὸ παράθυρο μὲ βοήθησε νὰ ἀποφορτιστῶ ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὸ θυμὸ ποὺ ἔνιωθα νὰ μὲ πνίγουν.
Σιγὰ ‑ σιγά, ἄρχισε νὰ νυχτώνει. Τὸ βράδυ ξαπλωμένη στὸ κρεβάτι μ' ἔπιασε ἕνας φόβος, ἔνιωθα νὰ κλωτσάει ἕνα κακὸ προαίσθημα. Ἄναψα ἕνα τσιγάρο καὶ φύσηξα τὸν καπνὸ στὸ ταβάνι, ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχαν δύο ρωγμὲς ἀπὸ τὸ σεισμό, μὲ μία ἀδιευκρίνιστη ἀγωνία νὰ φωλιάζει βαθιὰ στὴν ψυχή μου. Ὅμως κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συναγωνιστεῖ τὸ τυχαῖο ποὺ κρύβει αὐτὴ ἡ παλιοζωή. Μάταια προσπαθῶ νὰ διώξω αὐτὲς τὶς ἄσχημες σκέψεις ποὺ τριγυρίζουν σὰν φαντάσματα μέσα στὸ μυαλό μου.
Τὸ πρωὶ ξύπνησα σκυθρωπή, μ' ἕνα τρομερὸ πονοκέφαλο. Πῆγα στὸ φαρμακεῖο, πῆρα ἕνα ντεπὸν καὶ μετὰ πῆγα στὴ δουλειά μου. Τὸ μεσημέρι ἔκανα ἕνα ντούζ, ἔφαγα κι ὕστερα  ξάπλωσα νὰ διαβάσω κάποιο βιβλίο νὰ ξεχαστῶ, νὰ χαλαρώσω ἀπὸ τὶς ἔννοιες ποὺ μὲ βασανίζουν. Κι ἔτσι, αἰφνιδιαστικά, ἡ εἰρωνεία τῆς τύχης ἔφερε τὰ πάνω κάτω, ἡ κιγκλίδα ἄνοιξε καὶ μία δεσμοφύλακας εἰσέβαλλε στὸ κελί.
- Σὲ ζητάει ἡ Ἀρχιφύλακας, νὰ ἔρθεις τώρα ἀμέσως στὸ γραφεῖο της.
Ἡ Κατερίνα μὲ κοίταξε μ' ἕνα πανικὸ στὸ βλέμμα της, δὲν εἶχε τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία πὼς ὁ κλῆρος ἔπεσε σὲ μένα καὶ πὼς φεύγω. Γιὰ πόσο; Ἄγνωστο, σὲ κάποια ἄλλη φυλακή.
Ἤδη ἤμουν θορυβημένη κι ἄρχισα νὰ τρελαίνομαι. Σηκώθηκα κι ἄρχισα νὰ ντύνομαι, φόρεσα μία φόρμα, τὰ σπορτὲξ κι ἀγκάλιασα μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὴν Κατερίνα.
- Νὰ προσέχεις, μὴν λυγίσεις, μὴν ὑποκύψεις, μεῖνε δυνατὴ καὶ ἄκαμπτη ὅπως εἶσαι, καὶ σύντομα θὰ ξανασυναντηθοῦμε. Θὰ κάνω τὰ πάντα γιὰ νὰ σὲ ξαναφέρουν, γιατί ξέρω πὼς αὐτὸ εἶναι ἄδικο.
Μὲ τὰ νεῦρα μου τεντωμένα βγῆκα στὸν διάδρομο, ἔνιωσα μία ζάλη, στηρίχτηκα σὲ μία καρέκλα, πῆρα μία δύο ἀνάσες καὶ κατόπιν ἀκολούθησα τὴ δεσμοφύλακα. Ἡ Ἀρχιφύλακας, μόλις μπῆκα στὸ γραφεῖο της, προσπάθησε νὰ πάρει τὸ ἄνετο ὕφος της, ὅπως κι ἕνα ἀχνὸ χαμόγελο ἔσκασε στὰ χείλη της. Δὲν εἶχα τὴν παραμικρὴ διάθεση νὰ τῆς χαμογελάσω, κάθησα ἀπέναντί της καὶ μὲ ὕφος ἀπορίας, σὰν νὰ μὴν ἔχω καταλάβει τίποτα, ἴσως γιατί ἕνα μικρὸ κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μου ἤθελε νὰ πιστεύει πὼς δὲν θὰ φύγω, τὴν ρώτησα:
- Γιατί τόση ἐμμονὴ νὰ μὲ δεῖτε τέτοια ὥρα; Συμβαίνει κάτι στὴν οἰκογένειά μου;
- Ὄχι, ὄχι, μοῦ ἀπαντάει ἀμέσως μὲ ἐγκάρδιο τρόπο, προσπαθώντας νὰ μοῦ ἀναπτερώσει τὸ ἠθικό. Ἔπειτα, χαμήλωσε ἀμίλητη τὸ βλέμμα της πάνω σὲ κάποια χαρτιὰ ποὺ εἶχε μπροστά της.
Περίμενα μὲ τὴν ἀγωνία νὰ χοροπηδάει μέσα μου ν' ἀκούσω κάτι εὐχάριστο, νὰ καταπραῢνει τὸ ἄγχος καὶ τὸ ντελίριο ὀργῆς ποὺ μ' ἔχει κυριεύσει, κι ἀντέδρασα ἐκνευρισμένη.
- Ἐπιτέλους, δὲν μοῦ περισσεύει ἄλλη ὑπομονή, πὲς τὸ νὰ τελειώνουμε… Ξέρω πὼς φεύγω μὲ μεταγωγή, τὸ μόνο ποὺ δὲν ξέρω εἶναι ἡ πόλη.
- Στὴν Κρήτη θὰ σὲ πᾶνε, μοῦ ἀπάντησε γρήγορα, χωρὶς νὰ μὲ κοιτᾶ στὰ μάτια. Ὄχι μόνο ἐσύ· ἄλλες δώδεκα γυναῖκες θὰ φύγουν… Σιωπὴ κι ὕστερα… λυπᾶμαι τὸ ὑπουργεῖο ἀποφάσισε.
- Τὸ ὑπουργεῖο ἔπαιξε σὲ κλῆρο τὶς ζωές μας!!!!! Νὰ πάει στὸ διάβολο τὸ ὑπουργεῖο κι αὐτοὶ ποὺ τὸ ὑπηρετοῦν μὲ τὰ δῆθεν μορφωμένα μυαλά τους, ἐνῶ στὴν οὐσία εἶναι ἄρρωστα καὶ χρειάζονται ψυχολόγο.
Τὴν κοίταξα γιὰ λίγο σκεφτικὴ κι ὕστερα ἔκλεισα μὲ δύναμη τὴν πόρτα πίσω μου. Πῆγα δίπλα σ' ἕνα γραφεῖο ἄδειο ὅπου ἦταν ἐκεῖ καὶ οἱ ἄλλες, περιμένοντας τὴν κλούβα νὰ μᾶς πάρει, μὲ τὰ συναισθήματά μας νὰ ἐναλλάσσονται στὸ μίσος, στὴν ἀποστροφή, στὴν ἐκδίκηση. Εἶναι μερικὰ πράγματα σ' αὐτὴ τὴ δόλια ζωὴ ποὺ τὸ μελάνι της δὲν ἐξαλείφεται. Εἶναι σὰν τριχιὰ περασμένη στὸ λαιμό σου, ἕτοιμη νὰ σὲ βουλιάξει. Δὲν σκέφτεσαι τὸ πὼς καὶ τὸ γιατί, σκέφτεσαι μόνο πὼς νὰ τινάξεις τὰ μυαλά σου στὸν ἀέρα, ἂν δὲν ἔχεις τὰ κότσια περιμένεις νὰ σὲ λιώσει ὁ ἴσκιος σου.

Ἡ κλούβα ἔφτασε, ἡ δεσμοφύλακας ἄνοιξε τὴν πόρτα κι ἔκανε νόημα σὲ μένα καὶ στὴν Μαρίνα, μία Ρωσίδα μαφιόζα ποὺ ἦταν μέλος τῆς συμμορίας, νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες θὰ πήγαιναν στὰ Διαβατά.
Ὅταν μπῆκα στὴν κλούβα πάγωσα, ἡ καρδιά μου σφίχτηκε καὶ ἡ ψυχή μου μαρμάρωσε. Ἡ κλούβα ἦταν χωρισμένη σὲ σιδερένια κλουβιά, σὰν αὐτὰ ποὺ κουβαλοῦν τὰ ζῶα στὸ τσίρκο, μόνο ποὺ ἐδῶ ἦταν μέσα ἀνθρώπινες ψυχές. Εὐτυχῶς ποὺ ἐμᾶς μᾶς ἔβαλαν νὰ καθίσουμε στὰ λιγοστὰ καθίσματα ποὺ εἶχε, γιατί ἡ διαδρομὴ ἦταν σύντομη ὡς τὸν Πειραιά. Στὸν Πειραιὰ μᾶς ἔχωσαν σ' ἕνα βρώμικο, σκοτεινὸ κρατητήριο ὡς τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἀναχωροῦσε τὸ καράβι. Ἡ ἀναμονὴ ἦταν ἡ πιὸ ὀδυνηρὴ στιγμή, γέμισε ἡ ψυχή μου μ' ἀγανάκτηση κι ἀπελπισία.
Μὲ πονάει νὰ ζῶ σ΄ἕνα κόσμο ἐχθρικὸ καὶ ὑποκριτικό. Ξέρω νὰ πονάω, ἔχω πιὰ συμβιβαστεῖ μαζί του, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἄδικος πόνος εἶναι ποὺ μὲ βαραίνει περισσότερο. Ἡ μαύρη μοίρα μου ἔχει γαντζωθεῖ ἐπάνω μου καὶ δὲν λέει νὰ μ' ἀφήσει νὰ πάρω ἀνάσα· μὲ χτυπάει σὰν χταπόδι, ποὺ μ' ἔχει ἐγκλωβίσει μέσα στὰ πλοκάμια του καὶ παλεύω μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μου νὰ σταθῶ ὄρθια, νὰ μὴν γονατίσω ἀπ' τὰ χτυπήματά της.
Δὲν ξέρω πόση ὥρα πέρασε χωμένη μέσα στὴν ὁμίχλη τοῦ μυαλοῦ μου. Νομίζω πὼς αὐτὸς ὁ ἐφιάλτης μὲ ὁδηγεῖ στὴν τρέλα, γιατί δὲν ἔκανα κακὸ σὲ κανέναν, μόνον στὸν ἑαυτό μου. Ποῦ ἔσφαλα λοιπόν; Ποιὸ ἦταν τὸ βαρὺ λάθος μου; Γιατί τιμωροῦμαι τόσο σκληρά; Ἄντε στὸ διάβολο!!! Βαρέθηκα νὰ μὲ κακοποιοῦν ψυχολογικὰ καὶ νὰ μὲ τρομάζουν, θὰ τὰ καταφέρω ὅπως πάντα, σκέφτηκα, κι ἀπότομα σηκώθηκα ὄρθια, μὲ τὰ νεῦρα μου νὰ κάνουν τσουλήθρα μέσα στὸ αἷμα μου ποὺ βράζει ἀπὸ τὴν ὀργή μου. Ἔξω σκοτείνιασε, ὁ φρουρὸς ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ μᾶς εἶπε πὼς φεύγουμε. Μᾶς ἔβαλαν στὸ καράβι καὶ ταξιδεύαμε γιὰ ἕναν ἄλλον, ἄγνωστο χῶρο, συντροφιὰ μὲ τὶς σκέψεις κι ἕνα μοναδικὸ μέλημα νὰ μὴν σπάσουν τὰ δικά μας νεῦρα· ἀντίθετα νὰ τοὺς σπάσουμε τὰ δικά τους μὲ τὶς ἀντοχές μας.

Τὸ πρωὶ τὸ καράβι ἔδεσε στὸ λιμάνι τοῦ Ἡρακλείου. Ἡ κλούβα μᾶς πῆγε σ' ἕνα κρατητήριο, περιμένοντας μία ἄλλη κλούβα τῆς τοπικῆς φυλακῆς νὰ ἔρθει νὰ μᾶς πάρει. Οἱ ὧρες ἀτελείωτες, ἡ ἀγωνία στὸ ποὺ θὰ βρεθοῦμε, στὸ κατακόρυφο. Νιώθω πὼς παίζουν μὲ τὴν ψυχή μας. Νιώθω πὼς εἶμαι ἕνα μικρὸ σκουπίδι στὴ μέση τοῦ δρόμου, ποὺ τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος κι ἐξαφανίζεται. Ἡ Μαρίνα διάβασε τὴν ἀγωνία μου.
- Γιατί βιάζεσαι; Ὅπου καὶ νὰ μᾶς πᾶνε τὸ ἴδιο θὰ εἶναι ὁ ὀχετὸς δὲν ἀλλάζει μένει πάντα ὀχετός.
‘Αρχισα νὰ τρέμω σύγκορμη. Ἀπ' τὴν κόλαση στὸν βόθρο, καὶ ἦταν πράγματι βόθρος αὐτὸ ποὺ ἀντικρίζω. Μετὰ ἀπὸ τὶς διαδικασίες, μ' ἕνα πλάκωμα ποὺ ὁλοένα μεγάλωνε, κουκουλωμένη μὲ τὴν ἀπόγνωση, παραδομένη μέσα στὸ ντελίριο τῆς ψυχῆς μου, προσπαθῶ νὰ συνέλθω, νὰ συνειδητοποιήσω ποὺ βρίσκομαι. Γιατί ἐδῶ δὲν εἶναι φυλακή, εἶναι μία ἀποθήκη ψυχῶν, δεκαοχτὼ γυναῖκες στιβαγμένες ἡ μία πάνω στὴν ἄλλη, χῶρο νὰ κάνεις κάποια βήματα δὲν ὑπῆρχε, ἔκανες μόνο δύο βήματα δεξιὰ νὰ πᾶς στὴν τουαλέτα κι ἄλλα δύο βήματα ἀριστερὰ νὰ βγεῖς στὸ προαύλιο. 24 ὧρες τὸ 24ωρο εἶσαι πάνω σ' ἕνα κρεβάτι, στὸ κρεβάτι τρῶς τὸ φαγητό σου, στὸ κρεβάτι πίνεις τὸν καφέ σου, στὸ κρεβάτι κάνεις ὅλες τὶς δουλειές σου. Τὸ πρωινὸ εἶναι τὸ χειρότερο· ἂν δὲν προλάβεις νὰ πᾶς στὴν τουαλέτα περιμένεις στὴ σειρά, κι ὡς τότε μπορεῖ νὰ τὰ κάνεις πάνω σου.
Ὀκτὼ κρεβάτια καὶ δύο ράντζα γιὰ δεκαοκτὼ γυναῖκες σ΄ ἕνα δῶμα 5×5· θέρμανση δὲν ὑπῆρχε, ἡ ὑγρασία σοὺ τσάκιζε τὰ κόκκαλα, οἱ ἀρρώστιες εἶχαν μολύνει σίγουρα αὐτὸν τὸν μικρὸ χῶρο, οἱ ἀνάσες μας σμίγαν ὅταν ἀνασαίναμε ὅπως καὶ τὰ κορμιά μας, ποὺ σὲ ὑποχρεώνουν νὰ κοιμᾶσαι δίπλα σ' ἕνα ἄγνωστο σῶμα.
Ἡ βροχὴ ἔπεφτε καταρρακτώδης κι ὁ ἥλιος δὲν ἄγγιζε ποτὲ αὐτὸν τὸν χῶρο. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀγγίξει γιατί δὲν τὸν ἔβλεπε, γύρω ‑ γύρω ὑπῆρχαν πελώριοι τοῖχοι. Μόνο ἀπὸ τὸ προαύλιο μποροῦσες νὰ δεῖς ἕνα πολὺ μικρὸ κομμάτι τ' οὐρανοῦ...ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

▣ Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου