9. ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΝΕΣ ΨΥΧΕΣ
Στὸ ἐφετεῖο δὲν κατάφερα νὰ ἐλευθερωθῶ, νὰ γίνω πουλί, ν'
ἀνοίξω τὰ φτερά μου καὶ νὰ πετάξω πάνω στὸν ἀπέραντο γαλάζιο οὐρανό, νὰ δῶ τὸν
κόσμο ἀπὸ ψηλά, νὰ ἀδειάσει ἡ ψυχή μου καὶ νὰ χαθῶ μέσα στὰ ρὸζ σύννεφά του,
μακριὰ ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ὅμως ἔρχεται ὁ χειμώνας,
οἱ μπόρες δὲν σταματοῦν, κι αὐτὴ ἡ μπόρα μὲ τοὺς κεραυνοὺς νὰ πέφτουν στὸ
κεφάλι μας ἦταν ἀπὸ τοὺς χειρότερους αὐτὸ τὸ πρωινό. Μᾶς τοιχοκόλλησαν μία
ἀνακοίνωση ποὺ φέρνει μεγαλύτερο βάρος στοὺς ἀδύναμους ὤμους τῶν κρατουμένων.
Ἐξαγριωθήκαμε, ὁ πόλεμος τῶν νεύρων εἶχε ἀρχίσει, τὰ νεῦρα μας εἶχαν τεντωθεῖ
ἐπικίνδυνα, τὸ μυαλό μας θόλωσε μέσα στὴν ἀλλοφροσύνη τῆς Δικαιοσύνης.
Ὡς ἐδῶ καὶ μὴ παρέκει. Ὡς πότε θὰ σκιάζουν τὴ ζωή μας; Ὡς
πότε αὐτὴ ἡ νοσηρὴ ἐμμονή τους νὰ μᾶς τιμωροῦν; Ὡς πότε αὐτὸς ὁ παραλογισμός;
Ὡς πότε αὐτὰ τὰ παράλογα παιχνίδια ποὺ λυσσωδῶς βγάζουν τὶς ψυχές μας σὲ
πλειστηριασμὸ καὶ τὶς ξεπουλᾶνε σὲ τιμὴ εὐκαιρίας; Φτάνει πιά, ἡ ζωὴ εἶναι γιὰ
ὅλους, ὄχι γιὰ τοὺς λίγους, ὅλοι μαζὶ κολυμπᾶμε, ἄλλος στὰ βαθιὰ κι ἄλλος στὰ
ρηχά. Ἡ φυλακὴ εἶναι ἀνάστατη, οἱ γυναῖκες θορυβημένες καὶ προβληματισμένες,
ψάχνουμε νὰ βροῦμε ἕνα ἀδιέξοδο, ἕνα ἀντίφεγγο νὰ κρατηθοῦμε δυνατὲς πάνω στὸ
σάπιο καράβι ποὺ τὸ χτυποῦν ἀλύπητα τὰ ἀφρισμένα κύματα τοῦ ὠκεανοῦ. Τὴν
ἑπόμενη μέρα ἀποφασίσαμε ἀπὸ κοινοῦ νὰ κάνουμε ἀπεργία πείνας ἢ καὶ κάποια
ἐξέγερση, ἂν χρειαστεῖ. Γράψαμε κάποιο ὑπόμνημα στὸν ὑπουργὸ Δικαιοσύνης καὶ
τὸ ὑπογράψαμε 565 γυναῖκες, τὸ ὁποῖο
στείλαμε στὸ ὑπουργεῖο, ὕστερα γεμίσαμε πολλὰ μπουκάλια νερὸ γιατί τὸ πρῶτο ποὺ
θὰ ἔκανε ἡ φυλακὴ θὰ ἦταν νὰ ἔκλεινε τὸ φῶς καὶ τὸ νερό. Τὸ μεσημέρι δὲν πήραμε
ὅλοι στὴ φυλακὴ φαγητό· ἡ ἀποχὴ ἦταν μεγάλη κι αὐτὸ ἀνησύχησε τὴν διεύθυνση ποὺ
μὲ ψυχοθεραπευτικὰ λόγια προσπαθοῦσε νὰ σπάσει τὴν ἀπεργία μας.
Τρεῖς μέρες δὲν μπήκαμε στὶς πτέρυγες, μείναμε ὅλες στὸν
μεγάλο διάδρομο, τὴν τέταρτη μέρα μᾶς περίμενε μία ἔκπληξη. Οἱ ὑποψίες τῆς
Κατερίνας ἔγιναν ἐντονότερες ὅταν μία κρατούμενη ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὸ δικαστήριο μᾶς
εἶπε πὼς ἡ εἴσοδος τῆς φυλακῆς εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἄντρες τῶν ΜΑΤ.
Τὰ πράγματα θὰ ἔχουν ἄσχημη ἐξέλιξη, ὁ τρόμος, ἡ ἀγωνία καὶ ἡ
σαστιμάρα ποὺ μᾶς δημιούργησαν τὰ νὲα τῆς κρατούμενης ἦταν ἐμφανεὶς στὰ πρόσωπά
μας. Οἱ περισσότερες γυναῖκες ἦταν προβληματισμένες, στὸν διάδρομο ἔπεσε μία ἀμηχανία
ποὺ γινόταν μεγαλύτερη ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα. Κάθε μου σκέψη ποὺ πήγαινα νὰ χαράξω
μοῦ φαινόταν ψεύτικη.
-
Βαμμένη τὴν ἔχουμε, ὁ ἀγώνας μας θὰ χαθεῖ ἂν δὲν κάνουμε
κάτι… τί ὅμως; Οἱ σκέψεις χάθηκαν, ἡ σιωπή μας τύλιγε ἀπὸ τοὺς καπνοὺς τῶν
τσιγάρων μέσα σὲ μία ἠλεκτρισμένη ἀτμόσφαιρα.
Μετὰ ἀπὸ μία σύντομη παύση ἔσκασε μύτη ἡ Βάνα στὸν διάδρομο,
παρέα μὲ ἄλλες πέντε κρατούμενες, ποὺ στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κάποιες
κατσαρόλες κι ὁρισμένα σαμπουὰν κι ἀφρόλουτρα.
Ὀχυρώθηκα πίσω ἀπὸ ἕνα εἰρωνικὸ χαμόγελο.
-
Βρέ, Βάνα, τί θὰ κάνουμε μ΄αὐτά; Θὰ κάνουμε μπάνιο μέσα στὶς
κατσαρόλες;
-
Ἀστειάκια; !!! Δὲν εἶναι ὤρα γιὰ ἀστεία, εἶναι ὤρα γιὰ δράση·
δὲν ἔχουμε χρόνο, σὲ λίγο θὰ μπουκάρουν τὰ ΜΑΤ. Τὰ σαμπουὰν καὶ τὰ ἀφρόλουτρα
θὰ τὰ ρίξουμε στὸ πάτωμα γιὰ νὰ
γλιστροῦν τὰ ΜΑΤ, καὶ τὶς κατσαρόλες θὰ τὶς βάλουμε στὸ κεφάλι μας σὰν κράνος
γιὰ νὰ μὴ μᾶς χτυποῦν μὲ τὰ κλόμπ.
Ἦταν μία πολὺ ἔξυπνη ἰδέα, ἡ Βάνα ἦταν εὔστροφη μὲ φιλότιμο
καὶ μπέσα, μεγάλωσε μέσα στὴ φυλακὴ καὶ γνώριζε τὰ πάντα. Εἶναι γυναίκα μὲ
πυγμὴ καὶ θάρρος, μοῦ ἀρέσει ἡ τρέλα ποὺ κουβαλάει, μὲ γοητεύει, τὴ συμπαθῶ καὶ
τὴν ἐμπιστεύομαι.
Ἡ Βάνα δὲν διαψεύστηκε, ἡ βαριὰ σιδερένια πόρτα ποὺ χωρίζει
τὴ φυλακὴ ἄνοιξε καὶ φάνηκαν οἱ σιλουέτες τῶν ΜΑΤ, ποὺ μέσα στὴν ἄγνοιά τους
πῆραν φόρα τὰ πρῶτα δέκα ἄτομα. Ἀκριβῶς, τότε, τὸ θεατρινίστικο ἔργο ἦταν γιὰ
κλάματα καὶ γιὰ γέλια. Τὰ ΜΑΤ γλιστροῦσαν κι ἔπεφταν σέρνοντας κάτω ἀνήμποροι
νὰ σταθοῦν ὄρθιοι, καὶ παλεύουν μὲ λύσσα νὰ μᾶς νικήσουν. Πολὺ τὶς γουστάρω
αὐτὲς τὶς εἰκόνες. Κρίμα ποὺ δὲν ἔχω μία φωτογραφικὴ μηχανὴ νὰ τις τραβήξω καὶ
νὰ τὶς τοιχοκολλήσω στὸ ὑπουργεῖο Δικαιοσύνης νὰ βλέπουν τὴν ξεφτίλα τους.
Ἄξαφνα οἱ ὑπόλοιποι ἄντρες τῶν ΜΑΤ χάθηκαν ἀπὸ τὸ ὀπτικό μας πεδίο.
Ἡ Στέλλα, μία ἰσοβίτισσα, ἄρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ λέει:
- Ὅλες μέσα στὶς πτέρυγες. Τὰ ΜΑΤ θὰ μπουκάρουν τώρα ἀπὸ τὰ
προαύλια καὶ θὰ μᾶς ἐγκλωβίσουν.
Ὅλες ὀπισθοχωρήσαμε, μόνο ἡ Βάνα ἔμεινε τελευταῖα, χτυπώντας
κάποιο μπράτσο μὲ τὸ κλὸμπ ποὺ τοῦ ξέφυγε τὴν ὥρα ποὺ γλιστροῦσε. Οἱ ἄντρες,
ἐνοχλημένοι ἀπὸ τὴν ἥττα τους, ξεπρόβαλλαν ἀπὸ τὰ προαύλια μὲ ἄσχημες
διαθέσεις, μόνο ποὺ δὲν βρῆκαν καμία στὸν διάδρομο. Ἔτσι βοήθησαν τοὺς δικούς
τους νὰ σταθοῦν ὄρθιοι κι ἔφυγαν ἡττημένοι, γελοιοποιημένοι, μὲ ὑβριστικὲς
λέξεις. Ἡ χαρά μας ἦταν ἀπερίγραπτη. Ξεπερνώντας τὸ σὸκ τῆς εἰσβολῆς
χειροκροτούσαμε ἱκανοποιημένες γιὰ τὴ νίκη μας. Ἡ Βάνα, μὲ τὸ πρόσωπό της
πρησμένο ἀπὸ τὴ μπουνιὰ τοῦ μπάτσου, ἄρχισε νὰ ρίχνει καντήλια.
-
Παλιάνθρωποι, ἅμα βγῶ, θὰ σᾶς δείξω ἐγώ.
Τὰ ἔχει πάρει στὸ κρανίο, γρύλισε μὲ ἐχθρότητα κι ἀπειλὲς γιὰ
ὅσους θεωρεῖ ὑπεύθυνους γιὰ τὸ δράμα τῆς ψυχῆς της ἐκμεταλλευόμενη τὴν περίσταση...(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ).
Από το ομόνυμο βιβλίο
της πρών κρατουμένης Μαρίας Βολιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου