menu

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

7. ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ (συνέχεια)

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
     Σήμερα, σν νοιξιάτικη λιακάδα μέσα στ συννεφιά μας, ρθε μία γνωστ τραγουδίστρια μ τν ρχήστρα της, ν μς διασκεδάσει. Στ μεγάλη αθουσα, κτς π τος μουσικούς, ταν λοι: διεύθυνση τς φυλακς, διευθύντρια ποία ταν μία καταπληκτικ κυρία πο γαποσε τς κρατούμενες, μως εχε τν τυχία ν μν τν γαπήσουν κενες, ποδιευθύντρια, ρχιφύλακας κι ρισμένες παρχιφύλακες κα δεσμοφύλακες. Ο κρατούμενες λίκνιζαν τ ναμμένα κορμιά τους, ο τσιγγάνες χόρευαν ναψοκοκκινισμένες τ τσιφτετέλι τς καρδις τους.
     Τί λλο ν κάνουν; Ατ ταν παρηγοριά τους, γιατί ο τσιγγάνες χουν μάθει ν ζον λεύθερες κάτω π τν λιο, χορεύοντας ξυπόλητες μέσα στν ντάρα τς ζως τους. τραγουδίστρια ταν γνώριμή μου π τν παλι λεύθερη ζωή μου, μόλις μ εδε ρθε κοντά μου.
     -   σύ, δ; Μ ρώτησε πορημένη.
    -  γ δ, πι κάτω δν χει, τς πάντησα πικραμένη. βαλε τ χέρι της στν μο μου κα μ' γκάλιασε.
     -   Κουράγιο, κανες δν ξέρει τί τν περιμένει, τ αριο εναι μία λλη μέρα γνωστη, λλωστε κα φυλακ εναι μία μπειρία τς ζως.
     -   Σ' εχαριστ. Τώρα θέλω μία χάρη: συγκάτοικός μου, πο χει ρκετ χρόνια μέσα, χει τν πιθυμία ν πιε δύο γουλις οίσκι ν βρέξει τ χείλη της. Τ λκολ γι μς παγορεύεται. σ μπορες ν τ κάνεις. Βάλε σ' να πλαστικ ποτήρι λίγο οίσκι καί, σ κάποια στιγμ πο δν μς βλέπουν, μο τ δίνεις. Μετ π δέκα λεπτ τραγουδίστρια ρθε κοντά μου συζητώντας διάφορα θέματα, γ κρατοσα να ποτήρι μ κοκά-κόλα κι κείνη τ ποτήρι μ τ οίσκι κα τ νταλλάξαμε. στερα πγε ν τραγουδήσει. Πρα τ ποτήρι μ τ οίσκι κα πγα στν πέναντι πλευρ που βρισκόταν Κατερίνα, σκυψα στ ατί της σιγαν ν μ μς κούσουν.
      -   Πάρε ατ τ ποτήρι. Εναι γεμάτο οίσκι· ν τ πιες κα ν τ εχαριστηθε ψυχούλα σου, πο τόσο πολ τ χει πιθυμήσει.
    Τ μάτια της νοιξαν διάπλατα κα στ χείλη της νθισε να τριανταφυλλένιο χαμόγελο. ταν πιθυμία χρόνων, κι ατ τν κανε στω γι λίγες στιγμς ετυχισμένη.
     Τ πρω ξύπνησα πι λέγρα, χουζούρεψα γι λίγο, πιαμε μ τν Κατερίνα τν καφέ μας κα φύγαμε γι τς δουλειές μας. Πρα τ σκάλα, τ πλαστικ κουτ μ τ μπογι κα πγα στ πόγειο τς Γ´ πτέρυγας ν κάνω τ κοψίματα στ νταβάνι. Δν εχα κόμη νέβει στ σκάλα, κοιτοσα π τ παράθυρο τ μικρ προαύλιο που προαυλίζονται ο λίγοι χουντικο πο χουν πομείνει. Σ κάποια στιγμ νιώθω να χέρι γύρω π τος μους μου κι να σκληρ πράγμα ν τρυπάει τ λαιμό μου. ταν να μέλος τς συμμορίας, εχαμε τσακωθε στ κελ τς Μιράντας, κα θέλησε ν πάρει τν κδίκησή της. Μ' πιασε διάβαστη ‑ ατ εναι λήθεια ‑ κα τώρα προσπαθ μ ρεμα λόγια ν κερδίσω κάποιο χρόνο γι ν σώσω τ ζωή μου. νιωθα ατ τ σκληρό, μυτερ πράγμα ν τρυπάει λο κα πι βαθι τ λαιμό μου, πόνεσα κι πελπισμένη ψάχνω ν βρ κάποια λύση πρν μετακομίσω στ οράνια. Δίπλα μας πρχε σκάλα κι πάνω στ τελευταο σκαλοπάτι τ κουτ μ τ μπογιά. Σιγ σιγ πλωσα τ χέρι μου, πιασα τ πόδι τς σκάλας κα τν ριξα μαζ μ τ μπογι πάνω μας γι ν τς ποσπάσω γι λίγο τν προσοχ κα τ κατάφερα. Τς πιασα τ χέρι, τς τ στριψα πίσω π τν πλάτη της κα τς πρα τ γυαλ πο κρατοσε, τ πέταξα ξω π τ παράθυρο κι στερα κυλιόμασταν μέσα στς μπογις στ πάτωμα, χτυπώντας μία τν λλη, σπου ρθε δεσμοφύλακας κα μς χώρισε. δέα μου ταν καταπληκτικ κα μο σωσε τ ζωή. Ατ μ κανοποίησε  πς μπορ ν δίνω μάχες κα ν εμαι νικητς τς ζως μου. Πγα στν πτέρυγά μου βουτηγμένη μέσα στ μπογιά, μπκα στ μπάνιο κι φησα τ ζεστ νερ ν γλύφει τ κορμί μου, σκεπτόμενη ατ πο μο εχε συμβε. ταν ξεθύμανε τ μυαλό μου, βγκα π τ μπάνιο κα πγα στ κελ ν ντυθ. Κατερίνα ρθε κοντά μου.
       -   Τί παθες στ λαιμό σου; Τρέχει αμα.
       -   Ετυχς μία γρατζουνι εναι, γι λλη μία φορ στ παρ πέντε τν γλύτωσα μία κρα-τούμενη π τν συμμορία. Μ πείλησε μ' να γυαλ στ λαιμό, ζητώντας κδίκηση πο σώσαμε τ ζω τς Μιράντας.
        -   Πρόσεχε, φιλενάδα, πρόσεχε, ατς δν στειεύονται.
       Δν πρόλαβα ν τς παντήσω γιατί κουσα π τ μεγάφωνα ν μ φωνάζουν στ γραφεο τς διευθύντριας. Στ δευθύντρια δν τν κατέδωσα γι πόπειρα δολοφονίας επα πλ πς ταν νας γυναικεος, νούσιος καυγς. Δν θελα ν κάνω κακ σ κρατούμενη, εμαι καν ν τ βγάλω πέρα μόνη μου, κι ατ τ χω ποδείξει πολλς φορές.
      νος μου πάει ν σαλέψει, ζω χορεύει γύρω μου κι χω ζαλιστε μέσα στ κενό της. Τί γελοο! Ν εσαι παρν κα ν δημιουργες κεν μέσα στ χάος, μέσα στ ψεδος γιατί δν εναι εκολο ν πετάξεις τ φς πάνω στν λήθεια. Κουράστηκα ν ναμένω λίγο φς στ χαραμάδα το τονελ. Κα τ χειρότερο; Ποτ δν μπόρεσα ν πνίξω μέσα μου τν λπίδα. Κάθε μέρα πο ξημερώνει προσεύχομαι ν γίνει κάτι, κάτι καινούργιο πο θ γιατρέψει τς πληγές μας λλ πού!!! Τίποτα, να πελώριο τίποτα. σοι πουργο κι ν χουν πισκεφτε τς φυλακές, κανες δν ρθε μ κάποιο κερ ναμμένο. ρχονται κα φεύγουν φήνοντας πίσω τους πόνο, δάκρυα κα δυστυχία. Τρελαίνομαι ταν σκέφτομαι τν κατάντιά μου, πεταμένες σελίδες τς ζως στ πάτωμα, ποδοπατημένες, κιτρινισμένες π' τν χαμένο χρόνο τς νυπαρξίας. πόνομος το Σαταν δειάζει μ  συγχρόνως ξαναγεμίζει μ ψυχς ποταγμένες στ κάλεσμά του. Δικαίως δικα; Ποις ξέρει, λα εναι μέσα στ ζωή, στ ζω πο χει τυφλωθε π τ πολύχρωμα φτα της, νήμπορη ν δε τ συμφορ πο σπειρε γύρω της.
   Σήκωσα ψηλ τ κεφάλι μου, γέμισα τς μπαταρίες μου κι νέβαινα τν γολγοθά μου νανεώνοντας τς ντοχές μου στν χρόνο πο μένει γι ν εμαι λεύθερη....     (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Από το ομόνυμο βιβλίο
της πρώην κρατουμένης Μαρίας Βολιώτη

▣ Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου