ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ
ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Σήμερα, σὰν ἀνοιξιάτικη λιακάδα μέσα στὴ συννεφιά μας, ἤρθε μία γνωστὴ τραγουδίστρια μὲ τὴν ὀρχήστρα της, νὰ μᾶς διασκεδάσει. Στὴ μεγάλη αἴθουσα, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μουσικούς, ἦταν ὅλοι: ἡ διεύθυνση τῆς φυλακῆς, ἡ διευθύντρια ἡ ὀποία ἦταν μία καταπληκτικὴ κυρία ποὺ ἀγαποῦσε τὶς κρατούμενες, ὅμως εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ μὴν τὴν ἀγαπήσουν ἐκεῖνες, ἡ ὑποδιευθύντρια, ἡ ἀρχιφύλακας κι ὁρισμένες ὑπαρχιφύλακες καὶ δεσμοφύλακες. Οἱ κρατούμενες
λίκνιζαν τὰ ἀναμμένα κορμιά τους, οἱ τσιγγάνες χόρευαν ἀναψοκοκκινισμένες τὸ τσιφτετέλι τῆς καρδιᾶς τους.
Τί ἄλλο νὰ κάνουν; Αὐτὴ ἦταν ἡ παρηγοριά τους, γιατί οἱ τσιγγάνες ἔχουν μάθει νὰ ζοῦν ἐλεύθερες κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, χορεύοντας
ξυπόλητες μέσα στὴν ἀντάρα τῆς ζωῆς τους. Ἡ τραγουδίστρια ἦταν γνώριμή μου ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐλεύθερη ζωή μου,
μόλις μὲ εἶδε ἦρθε κοντά μου.
- Ἐσύ, ἐδῶ; Μὲ ρώτησε ἀπορημένη.
- Ἐγὼ ἐδῶ, πιὸ κάτω δὲν ἔχει, τῆς ἀπάντησα πικραμένη. Ἔβαλε τὸ χέρι της στὸν ὦμο μου καὶ μ' ἀγκάλιασε.
- Κουράγιο, κανεὶς δὲν ξέρει τί τὸν περιμένει, τὸ αὔριο εἶναι μία ἄλλη μέρα ἄγνωστη, ἄλλωστε καὶ ἡ φυλακὴ εἶναι μία ἐμπειρία τῆς ζωῆς.
- Σ' εὐχαριστῶ. Τώρα θέλω μία
χάρη: ἡ συγκάτοικός μου, ποὺ ἔχει ἀρκετὰ χρόνια μέσα, ἔχει τὴν ἐπιθυμία νὰ πιεῖ δύο γουλιὲς οὐίσκι νὰ βρέξει τὰ χείλη της. Τὸ ἀλκοὸλ γιὰ μᾶς ἀπαγορεύεται. Ἐσὺ μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις. Βάλε σ' ἕνα πλαστικὸ ποτήρι λίγο οὐίσκι καί, σὲ κάποια στιγμὴ ποὺ δὲν μᾶς βλέπουν, μοῦ τὸ δίνεις. Μετὰ ἀπὸ δέκα λεπτὰ ἡ τραγουδίστρια ἦρθε κοντά μου συζητώντας διάφορα θέματα, ἐγὼ κρατοῦσα ἕνα ποτήρι μὲ κοκά-κόλα κι ἐκείνη τὸ ποτήρι μὲ τὸ οὐίσκι καὶ τὸ ἀνταλλάξαμε. Ὕστερα πῆγε νὰ τραγουδήσει. Πῆρα τὸ ποτήρι μὲ τὸ οὐίσκι καὶ πῆγα στὴν ἀπέναντι πλευρὰ ὅπου βρισκόταν ἡ Κατερίνα, ἔσκυψα στὸ αὐτί της σιγανὰ νὰ μὴ μᾶς ἀκούσουν.
- Πάρε αὐτὸ τὸ ποτήρι. Εἶναι γεμάτο οὐίσκι· νὰ τὸ πιεῖς καὶ νὰ τὸ εὐχαριστηθεῖ ἡ ψυχούλα σου, ποὺ τόσο πολὺ τὸ ἔχει ἐπιθυμήσει.
Τὰ μάτια της ἄνοιξαν διάπλατα καὶ στὰ χείλη της ἄνθισε ἕνα τριανταφυλλένιο χαμόγελο. Ἦταν ἐπιθυμία χρόνων, κι αὐτὸ τὴν ἔκανε ἔστω γιὰ λίγες στιγμὲς εὐτυχισμένη.
Τὸ πρωὶ ξύπνησα πιὸ ἀλέγρα, χουζούρεψα γιὰ λίγο, ἤπιαμε μὲ τὴν Κατερίνα τὸν καφέ μας καὶ φύγαμε γιὰ τὶς δουλειές μας. Πῆρα τὴ σκάλα, τὸ πλαστικὸ κουτὶ μὲ τὴ μπογιὰ καὶ πῆγα στὸ ὑπόγειο τῆς Γ´ πτέρυγας νὰ κάνω τὰ κοψίματα στὸ νταβάνι. Δὲν εἶχα ἀκόμη ἀνέβει στὴ σκάλα, κοιτοῦσα ἀπὸ τὸ παράθυρο τὸ μικρὸ προαύλιο ὅπου προαυλίζονται οἱ λίγοι χουντικοὶ ποὺ ἔχουν ἀπομείνει. Σὲ κάποια στιγμὴ νιώθω ἕνα χέρι γύρω ἀπὸ τοὺς ὤμους μου κι ἕνα σκληρὸ πράγμα νὰ τρυπάει τὸ λαιμό μου. Ἦταν ἕνα μέλος τῆς συμμορίας, εἴχαμε τσακωθεῖ στὸ κελὶ τῆς Μιράντας, καὶ θέλησε νὰ πάρει τὴν ἐκδίκησή της. Μ' ἔπιασε ἀδιάβαστη ‑ αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια ‑ καὶ τώρα προσπαθῶ μὲ ἤρεμα λόγια νὰ κερδίσω κάποιο
χρόνο γιὰ νὰ σώσω τὴ ζωή μου. Ἔνιωθα αὐτὸ τὸ σκληρό, μυτερὸ πράγμα νὰ τρυπάει ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ τὸ λαιμό μου, πόνεσα
κι ἀπελπισμένη ψάχνω νὰ βρῶ κάποια λύση πρὶν μετακομίσω στὰ οὐράνια. Δίπλα μας ὑπῆρχε ἡ σκάλα κι ἐπάνω στὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τὸ κουτὶ μὲ τὴ μπογιά. Σιγὰ σιγὰ ἅπλωσα τὸ χέρι μου, ἔπιασα τὸ πόδι τῆς σκάλας καὶ τὴν ἔριξα μαζὶ μὲ τὴ μπογιὰ ἐπάνω μας γιὰ νὰ τῆς ἀποσπάσω γιὰ λίγο τὴν προσοχὴ καὶ τὰ κατάφερα. Τῆς ἔπιασα τὸ χέρι, τῆς τὸ ἔστριψα πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη της καὶ τῆς πῆρα τὸ γυαλὶ ποὺ κρατοῦσε, τὸ πέταξα ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο κι ὕστερα κυλιόμασταν
μέσα στὶς μπογιὲς στὸ πάτωμα, χτυπώντας ἡ μία τὴν ἄλλη, ὥσπου ἦρθε ἡ δεσμοφύλακας καὶ μᾶς χώρισε. Ἡ ἰδέα μου ἦταν καταπληκτικὴ καὶ μοῦ ἔσωσε τὴ ζωή. Αὐτὸ μὲ ἱκανοποίησε πὼς μπορῶ νὰ δίνω μάχες καὶ νὰ εἶμαι ὁ νικητὴς τῆς ζωῆς μου. Πῆγα στὴν πτέρυγά μου βουτηγμένη μέσα στὴ μπογιά, μπῆκα στὸ μπάνιο κι ἄφησα τὸ ζεστὸ νερὸ νὰ γλύφει τὸ κορμί μου,
σκεπτόμενη αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶχε συμβεῖ. Ὅταν ξεθύμανε τὸ μυαλό μου, βγῆκα ἀπὸ τὸ μπάνιο καὶ πῆγα στὸ κελὶ νὰ ντυθῶ. Ἡ Κατερίνα ἦρθε κοντά μου.
- Τί ἔπαθες στὸ λαιμό σου; Τρέχει
αἷμα.
- Εὐτυχῶς μία γρατζουνιὰ εἶναι, γιὰ ἄλλη μία φορᾶ στὸ παρὰ πέντε τὴν γλύτωσα μία
κρα-τούμενη ἀπὸ τὴν συμμορία. Μὲ ἀπείλησε μ' ἕνα γυαλὶ στὸ λαιμό, ζητώντας ἐκδίκηση ποὺ σώσαμε τὴ ζωὴ τῆς Μιράντας.
- Πρόσεχε, φιλενάδα,
πρόσεχε, αὐτὲς δὲν ἀστειεύονται.
Δὲν πρόλαβα νὰ τῆς ἀπαντήσω γιατί ἄκουσα ἀπὸ τὰ μεγάφωνα νὰ μὲ φωνάζουν στὸ γραφεῖο τῆς διευθύντριας. Στὴ δευθύντρια δὲν τὴν κατέδωσα γιὰ ἀπόπειρα δολοφονίας
εἶπα ἁπλὰ πὼς ἦταν ἕνας γυναικεῖος, ἀνούσιος καυγᾶς. Δὲν ἤθελα νὰ κάνω κακὸ σὲ κρατούμενη, εἶμαι ἱκανὴ νὰ τὰ βγάλω πέρα μόνη μου, κι αὐτὸ τὸ ἔχω ἀποδείξει πολλὲς φορές.
Ὁ νοῦς μου πάει νὰ σαλέψει, ἡ ζωὴ χορεύει γύρω μου
κι ἔχω ζαλιστεῖ μέσα στὸ κενό της. Τί γελοῖο! Νὰ εἶσαι παρὼν καὶ νὰ δημιουργεῖς κενὸ μέσα στὸ χάος, μέσα στὸ ψεῦδος γιατί δὲν εἶναι εὔκολο νὰ πετάξεις τὸ φῶς πάνω στὴν ἀλήθεια. Κουράστηκα
νὰ ἀναμένω λίγο φῶς στὴ χαραμάδα τοῦ τοῦνελ. Καὶ τὸ χειρότερο; Ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ πνίξω μέσα μου τὴν ἐλπίδα. Κάθε μέρα ποὺ ξημερώνει
προσεύχομαι νὰ γίνει κάτι, κάτι
καινούργιο ποὺ θὰ γιατρέψει τὶς πληγές μας ἀλλὰ πού!!! Τίποτα, ἕνα πελώριο τίποτα. Ὅσοι ὑπουργοὶ κι ἂν ἔχουν ἐπισκεφτεῖ τὶς φυλακές, κανεὶς δὲν ἦρθε μὲ κάποιο κερὶ ἀναμμένο. Ἔρχονται καὶ φεύγουν ἀφήνοντας πίσω τους
πόνο, δάκρυα καὶ δυστυχία.
Τρελαίνομαι ὅταν σκέφτομαι τὴν κατάντιά μου, πεταμένες σελίδες τῆς ζωῆς στὸ πάτωμα,
ποδοπατημένες, κιτρινισμένες ἀπ' τὸν χαμένο χρόνο τῆς ἀνυπαρξίας. Ὁ ὑπόνομος τοῦ Σατανᾶ ἀδειάζει μὰ συγχρόνως ξαναγεμίζει μὲ ψυχὲς ὑποταγμένες στὸ κάλεσμά του. Δικαίως ἢ ἄδικα; Ποιὸς ξέρει, ὅλα εἶναι μέσα στὴ ζωή, στὴ ζωὴ ποὺ ἔχει τυφλωθεῖ ἀπὸ τὰ πολύχρωμα φῶτα της, ἀνήμπορη νὰ δεῖ τὴ συμφορὰ ποὺ ἔσπειρε γύρω της.
Σήκωσα ψηλὰ τὸ κεφάλι μου, γέμισα τὶς μπαταρίες μου κι ἀνέβαινα τὸν γολγοθά μου ἀνανεώνοντας τὶς ἀντοχές μου στὸν χρόνο ποὺ μένει γιὰ νὰ εἶμαι ἐλεύθερη.... (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Από το ομόνυμο βιβλίο
της πρώην κρατουμένης Μαρίας Βολιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου