Κάποιο ἀπόγευμα τοῦ Γενάρη, τοῦ 1995,
ἐμφανίστηκε στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ
Ἁγίου Νικολάου Βόλου ἕνας νέος μετανάστης 29 ἐτῶν. Φοροῦσε βρώμικα ἐνδύματα
καὶ ὑποδήματα. Ἦταν ἀδύνατος, καχεκτικὸς, μὲ ἄπλυτα μακριὰ μαλλιὰ καὶ γένια. Εἶχε
ἀποφυλακισθεῖ πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν καὶ περιφερόταν ἄσκοπα στοὺς δρὸμους τοῦ Βόλου
μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε χρόνια ἐγ- κλεισμοῦ σὲ
διάφορες φυ- λακὲς τῆς πατρίδος μας. Γεννήθηκε στὴ Ρωσία ἀπὸ Ἕλληνες γονεῖς. Ἐκεῖνοι,
εἶχαν φύγει πρὸ καιροῦ γιὰ τὸν Οὐρανό. Στὸ
Βόλο δὲν εἶχε κανένα συγγενῆ. Τὰ βράδια κοιμόταν στὰ παγκάκια τῶν πάρκων ἢ σὲ κάποια ὑπόστεγα παλιῶν οἰκημάτων.
Ἔσοδα δὲν εἶχε. Στεροῦνταν ἀκόμη καὶ τοῦ τακτικοῦ φαγητοῦ. Προσπαθοῦσε νὰ
χορτάσει τὴν πεῖνα του ζητῶντας ἀπὸ τοὺς περαστικοὺς λίγη βοήθεια.
«Πεινάω…» μᾶς εἶπε. Τὸν
καλέσαμε στὸ γραφεῖο μας καὶ τοῦ προσφέραμε τυρόπιτες καὶ χυμό. Ἔφαγε μὲ
λαχτάρα καί, τὴν ὥρα ποὺ πίναμε μαζὶ καφέ, μᾶς διηγήθηκε τὴν ἱστορία του…Μία
ἱστορία ποὺ τὴν συναντᾶ κανεὶς μόνο στὰ μυθιστορήματα. Τὸν φιλοξενήσαμε γιὰ λίγες ἑβδομάδες σὲ
ξενοδοχεῖο. Τοῦ προσφέραμε οἰκονομικὴ βοήθεια καὶ τοῦ ἐξασφαλίσαμε τὸ καθημερινό
του φαγητό. Ὁ Ναὸς ἔγινε τὸ σπιτικό του. Οἱ πατέρες καὶ οἱ ἐργαζόμενοι στὸν
Μητροπολιτικὸ Ναὸ ἔγιναν οἱ φίλοι του καὶ οἱ συγγενεῖς του.
Ἡ ἰδιοκτήτρια τοῦ ξενοδοχείου
τὸν συμπάθησε. Τοῦ προσέφερε ἕνα μικρὸ παλιὸ ἀκατοίκητο σπιτάκι, γιὰ νὰ νιώσει
καλύτερα. Τὸν βοηθήσαμε νὰ τακτοποιήσει τὸ σπιτάκι του καὶ συνεχίσαμε νὰ ἔχουμε
τακτικὴ ἐπικοινωνία. Ὅταν ἀποφυλακίστηκε καὶ ἦλθε κοντά μας, διαπιστώσαμε πὼς
ἦταν ἄρρωστος. Ἔπασχε ἀπὸ φυματίωση. Τὸν παρακαλέσαμε νὰ ἐπισκεφθεῖ κάποιον
γιατρό. Ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ μᾶς ὑπακούσει.
Πέρασαν δυὸ μῆνες ἀπὸ τὴν πρώτη
μας συνάντηση. Ἕνα πρωινό, μᾶς ἐπισκέφθηκε στὸ γραφεῖο τοῦ Ναοῦ. Εἶχε δάκρυα
στὰ μάτια του καὶ ἦταν ἀπαρηγόρητος. Μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸν
εἰσαγγελέα ὑπηρεσίας κρατῶντας ἕνα διακοσμητικὸ κοχύλι. «Κύριε εἰσαγγελέα,
ἔκλεψα αὐτὸ τὸ κοχύλι ἀπὸ κάποιο μαγαζί. Σᾶς παρακαλῶ βάλτε με φυλακή. Ἤμουν
δεκαπέντε χρόνια κρατούμενος καὶ ξέρω τί σημαίνει φυλακή. Ἐκεῖ τουλάχιστον εἶχα
ἕνα κρεβάτι, τὸ καθημερινό μου φαγητό, ἀνθρώπους ποὺ ἔκανα παρέα καὶ μὲ φώναζαν
μὲ τὸ ὄνομά μου. Τώρα ποὺ ἀποφυλακίστηκα καὶ ζῶ ὡς ἐλεύθερος δὲν ἔχω οὔτε
κρεβάτι, οὔτε φαγητό, οὔτε παρέα. Ἔχω ἀπελπιστεῖ. Δὲ θέλω νὰ ζῶ ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία
κάποιων ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, στοὺς ὁποίους ἔγινα βάρος. Σᾶς παρακαλῶ, κάντε
μου αὐτὴ τὴ χάρη. Βάλτε μὲ φυλακή…». Ὁ εἰσαγγελέας, δὲν ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά
του καὶ τὸν ἒδιωξε, ἀφοῦ κανεὶς δὲν τὸν κατηγόρησε γιὰ κλοπὴ.
Δυστυχῶς, ὁ Νικόλαος, δέν μᾶς ἄκουσε. Δὲν
ἤθελε νὰ νοσηλευτεί. Γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα ὀλὶγων μηνῶν ἐξαφανίστηκε. Ἀργὸτερα
ἔγινε γνωστὸ πὼς πέθανε σὲ κάποιο νοσοκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν μόνος καὶ ἔρημος. Τὸ
παρήγορο εἶναι, πώς, ὅσο ἦταν κοντὰ μας, εἶχε τακτοποιήσει τὴ σχέση του μὲ τὸ
Θεὸ καί τούς ἀνθρώπους μέσα στὸ φιλάνθρωπο
μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἦταν μία ἀπὸ
τὶς πολλὲς αἰτίες γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Συλλόγου Συμπαραστάσεως Κρατουμένων «Ο ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ».
Από το βιβλίο του π. Θεοδώρου "Ο ΞΕΝΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου