menu

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΕΝΑΣ ΚΑΡΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

 ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΕΡΗΜΙΤΟΥ
ΙΕΡΟΜ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ.
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

ΕΤΟΣ 1975

Η ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ
Πίστις, Προαίρεσις, Συνείδησις.

     Και μου φαίνεται καλόν διά παραδειγμάτων να παραστήσω το κατά δύναμιν και άρχομαι εκ των ίδιων μου γονέων.
   Ό πατήρ μου αγράμματος, αγροίκος χωριάτης. Ή θεία όμως πρόνοια πού συνέχει και των στρουθιών την ζωήν, έφερε αυτόν εις επίσημο διδασκαλικό καθεστώς.
    Ό πατήρ της μητρός μου έμεινε με τρία μωρά ορφανός από την σύζυγο του, και ήγωνίζετο εως να τα αποκατάσταση και να πάει εις μοναστήριον να γίνει μοναχός, και διήγαγεν μοναχική ζωή με αναγνώσεις και προσευχές.
     Ή δέ μητέρα μου θερμός ακόλουθος και διάδοχος των πατρικών της αρετών, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, ό δέ πατήρ μου έβλεπε μεν ταύτα και συνεφώνει εις την γνώμη, άλλ' εις το έργον δεν είσήρχετο. Έβλεπε ήκουεν από τον γηραιόν πενθερό και την σύζυγό του, πολλώ μάλλον και ιδιαιτέρας προτροπάς και παραινέσεις εις το επικοινωνήσει της πνευματικής ζωής, ή ευλαβής σύζυγος με διαφόρους τρόπους και ειδικότερο προσπαθούσα με αγάπη και ζήλο δεν κατόρθωσε όμως να τον πλησίαση εις ουδέν καλόν να παύση την κακογνωμία του, θαμώδης, βλάσφημος, κακότροπος. Την τυραννούσε την καημένη την μητέρα μου διαρκώς με την γκρίνια και την έδερνε.
   Δεν έσκέφθη ποτέ ό άνθρωπος να παρατήρηση εις τον εαυτόν του τις τόσες κακίες πού έκαμνε ούτε ή συνείδησης τον πείραζε, ούτε έσκέφθη ποτέ ότι θα πεθάνει και θα κολασθεί και όταν ήρχετο εις τοιαύτην έννοια, έλεγε, εμένα έτσι θα με φάνε τα σκυλιά.
    Πέθανε ή μητέρα μου ξαναπαντρεύθη έκαμε και άλλα παιδιά χειρότερος μάλλον έγίνετο και όχι καλύτερος. Αγωνία, πλεονεξία διά τα υλικά έως πού πέθανε βασανισμένος.
     Κάποτε με είδε και αργούσα ολίγον εις την προσευχή πού μου παρέδωσε ή μητέρα μου, και με έστειλε και εμένα και αυτούς πού με έμαθαν. Ούτε ποτέ έξομολογήθη ούτε κοινώνησε, ούτε ποτέ έδοκεν προσοχή να μάθη τι άρα να είναι αυτός ό θεός πού ακούει; Τοιαύτην πόρωσιν και αιχμαλωσία είχε πάθει άνίατον και θανάσιμο ό δυστυχισμένος και πήγε ν εις την απώλεια. Τί μυστήριο είναι αύτη ή πώρωσης, πού αποτελεί τον άνθρωπο νεκρό και άλογο; Μόνον ό θεός το ήξεύρει.
      Ή δέ μητέρα μου αγία ψυχή. Ναι και κατηχημένη από τον πατέρα της, αλλά είχε και δικήν ευγνωμοσύνη. Ενεργούσε άλας τας άρετάς της με θέρμην και έπίμονον θέλησιν και το περισσότερον την υπομονή πού βάσταξε εις την τυραννία πού της έκαμνε ό σύζυγος, ίσον τούτο μαρτύριο και υπέρ πάσαν αρετή ανώτερο, ή τυραννία, ή στεναχώρια ό δαρμός, διά το όποιον είχε αέναον πένθος. Και επειδή είχε πνευματική παρηγοριά θεία χάριν και ενέργεια και περίμενε ως προφητευμένο τον θάνατον της, πάντοτε τον μελετούσε και τον ομολογούσε εις τας ομιλία της και διαρκώς έκλαιε.
     Όταν όμως ήτο μόνη της εις το σπίτι, άρχιζε θρήνο γοερόν με φωνάς και άσματα και αναμνήσεις λυπηράς και ως να όμιλή αισθητώς με αυτόν τον θάνατον. Εγώ δέ μικρός την έβλεπα αλλά δεν είχα γνώσιν.
       Είχε καθαρά καρδίαν και καθαρά ζωή, και εις όλα της τα έργα καθαρότητα και αλήθεια, επιμελείτο πάν έργον αγαθόν μετά σπουδής και ζήλου καθώς και εις τας υπηρεσίας του σπιτιού της, καίτοι ασθενής τω σώματι.
      Ή ευλάβεια της ήτο να τρέχει εις την εκκλησία και εις τας έορτάς και να όμιλή με ιδικούς ευλαβέστερους και να τούς προσκαλεί και ιδιαιτέρως εις το σπίτι εις καταλλήλους περιστάσεις δια αναγνώσεις και ομιλίας πνευματικός.
   Τα παιδάκια της τα επιμελείτο εις την πνευματική κατήχηση καίτοι μικρά. Έμενα με έπιανε από τα χεράκια 5 -6 χρονών, και με τραβούσε εις τον πνευματικόν να εξομολογηθώ.
     Κάποτε ό δυστυχής πατέρας μου μου έδωκε κλεπτό και έφαγα, και μου είπε να μη το ειπείς της μάνας σου. Εκείνη δέ κάπως το αντελήφθη, και έρχεται και με έρωτα, και εγώ δεν το λέγω. Κα! με αρχίζει με τα χάδια και τις κολακείες και μου δίδει και γλυκά και τότε της το είπα. Και πάει και τον ευρίσκει και τον έψησεν στις βρισιές.
  Μαγαρισμένε του λέγει, μου μαγάρισες το παιδί, ως εμπνευσμένη δέ και ενεργούμενη υπό της θείας χάριτος είχε προφητικό χάρισμα.
    Όταν με είχαν στα σπάργανα αρρώστησε και την πήγε ό πατέρας μου εις άλλο χωρίον πού είχε ιατρό, κα! ερχόμενοι κάθισαν κάπου να ξεκουραστούν, και ό πατήρ μου έσκυψε κάτω το κεφάλι εις βαθειά σκέψη και του λέγει: Τι έσκυψες έτσι κάτω και σκέπτεσαι; και της λέγει: σκέπτομαι ότι θα γρατίσω (=κομπιάσω) με το παιδί στα χέρια μέσα τις γυναίκες (να το θηλάζουν) έως να το αναθρέψω, κα! του λέγει: Το παιδί θα το αναθρέψω εγώ πού το έχω, και τις λέγει: Εσύ είσαι για δρόμο, (τάχα θα πεθάνει) και του λέγει εντόνως, εγώ αυτό το παιδί θα το πάω δέκα χρονών και θα πεθάνω. Και πράγματι αυτό έγινε.
     Εις καιρόν άρρωστείας της είδε όραμα, ότι ευρέθη εις αίθουσα μεγάλη όπου ήτο τράπεζα φιλοξενίας, και μία γυνή ωραία και μεγαλοπρεπής (ή Παναγία) προΐστατο και διέταζε τας υπηρεσίας, και όταν είδε την μητέρα μου, λέγει εις τούς συνοδεύοντας, γρήγορα την έφέρατε, πηγαίνετε την πίσω και υστέρα από τρία χρόνια να την φέρετε, και τούτο έγινε υστέρα από τρία χρόνια απέθανε.
      Εις εκείνα τα τρία χρόνια είχε σπουδή περισσότερα, ετοιμάζετε επιμελώς εις όλα της τα πρακτικά να αφήσει το σπίτι της ετοιμασμένο.
        Και όταν πλησίαζαν αι ήμέραι είχε ένα θέλημα, να μη την θάψουν εις το κοινό νεκροταφείο άλλ' εις το πλησίον μας εκκλησάκι τον άγιο Ανδρέα.
      Και το είπε και το εζήτησε από τούς μεγάλους, το έλεγε και εις ημάς τα δύο της παιδάκια, εις τον αδελφό μου ως μεγαλύτερο το είπε με πολλούς τρόπους επανειλημμένως, το είπε και εις εμένα απλώς ως μικρόν και σύ να φωνάξεις να μη με πάνε εκεί κάτω, αλλά να με θάψουνε εδώ.
        Είχε δέ ετοιμάσει όλα της τα σάβανα, και τα κόλλυβα και όλα τα της κηδείας της. Και ως ένα άπλόν και συνηθισμένο ταξίδι το κοινολογούσε εις όλους.
       Πέθανε ή γειτόνισσα, και ή κόρη της κλαίουσα την άλλη μέρα έπαραπονεΐτο προς την μητέρα μου. Και της λέγει ή μητέρα μου. Την άλλη σαν σήμερα οκτώ, εγώ θα της πάω νερό της μάνα σου. Και ήλθεν Κυριακή, και έπιασεν να μπαλώνη και να έτοιμάζη τα φορέματα μας να τα αφήσει έτοιμα, πού ποτέ την Κυριακή δεν έπιανε έργασίαν αλλά διά να μας αφήσει ανελλιπείς και έτοιμους και να φύγη αναπαυμένη, καταχρηστικώς έκαμε την Κυριακή.
   Το βράδυ αυτής της Κυριακής της ήλθεν θέρμη, πυρετός, και ξάπλωσε και συνάμα λέγει εις τον πατέρα μου εγώ θα πεθάνω, πρόσεξε μη φέρης ιατρό. Και συνέχισεν ως εις βαθύ ύπνο ή ασθένεια της. Κλεισμένα τα μάτια και σιωπηλή κοιμάται, ούτε πονάει ούτε θλίβεται και απορούσαν όλοι.
   Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, τρεις ημέρας. Και την τετάρτη εσπέρας βαθειάς νυκτός, άνοιξε  τα μάτια και λέγει εις τον πατέρα μου' τώρα θα φύγω, φέρε μου τα παιδιά να τα ευχηθώ.
      Ημείς κοιμόμαστε απέναντι με την γιαγιά, φωνάζει ό πατέρας τον πρώτον, ομιλεί στα καλά της, του λέγει παραγγελίες και εντολές, και ορισμένα να τα διαβίβαση εις τα παιδιά της, και της λέγει, εδώ είναι τα παιδιά, είπε τους τα, και του λέγει τα παιδιά είναι μικρά δεν έχουν τώρα γνώσιν, υστέρα εσύ θα τούς τα ειπείς. Εγώ δε τα ακούω όλα και όσες παραγγελίες του είπε. Επήγε λοιπόν ό πρώτος αδελφός μου, κα! του λέγει δόσ μου νερό να πιώ, και της εδωκεν. Και του λέγει" να έχεις την ευχή μου κλπ. και έφυγε. Τώρα έλα και ό δεύτερος, εγώ, και πάω και μου λέγει, δόσμου νερό να πιώ, και αρπάζω το ποτήρι, ό δε πατήρ μου μου επαίνεσε την προθυμία και μου λέγει όχι με το ποτήρι αλλά με το πανί να βρέξεις τα χείλη της. Και επήρα το πανί κα! της έβρεξα τα χείλη όπως μου είπε, και μου λέγει να έχεις την ευχή μου, και συνέχεια συμβουλές και νουθεσίες όπως και εις τον αδελφό μου.
   Και ύπονοιάστηκα από τις ευχές ότι θα πεθάνει, και αρχίζει αγωνία κα! στενοχώρια, αλλά με βάνουν στο στρώμα και με σκεπάζουν, και ή γιαγιά με προσέχει να μη βλέπω, εγώ δέ γρήγορος εις την προσοχή τα ακούω όλα, τας κινήσεις και ενεργείας μέσα εις την σιωπή, και συνάμα ακούω τον ρόγχον και θέλω να δώ, αλλά ή γιαγιά δεν με αφήνει, για να μη κλαύσω και την εμποδίσω έως να τελείωση.
    Όταν τελείωσε και έφυγε ή ψυχούλα της, τότε με άφησαν, και πετάγομαι όρθιος και την βλέπω καθιστή στυλωμένη και της έκλειναν τα μάτια και το στόμα και άρχισα να κλαίω με φωνές. (Τέτοιο είναι το τέλος πού φανερώνει την αλήθεια της ζωής, της πίστεως και αρετής, της υπομονής το τελεσφόρον αγαθόν και της ελπίδος την επίτευξη. Τούτο της καθαρότητος ή ώραιότης και ή μαρτυρία της θείας χάριτος, ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσασα τούς κόπους της κατέπαυσεν ως εν ύπνο αναπαύσεως).
     Και εξημέρωσε ή Πέμπτη, ή ογδόη, πού είπε εις την γειτόνισσα, την άλλην σαν σήμερα, οκτώ, εγώ θα πάω νερό της μάνας σου, και τελείωσε και αυτή ή προφητεία της.
      Λοιπόν έκλαυσα, πόνεσα πολύ, καίτοι μικρό παιδίο άνόητον, αλλά το αίσθημα της αγάπης δεν περιορίζεται. Και όλη αυτή ή τελευτή της μητέρας μου, μου έτυπώθη βαθέως εις την καρδίαν, κα! όταν ενθυμούμαι κλαίω έως τώρα, αλησμόνητη μου έμεινε ή αγάπη της μητέρας μου, καθότι και ή αγάπη δεν αποθνήσκει και ή μνήμη των αγαθών επίσης. Ταύτα διά παντός αθάνατα μένουν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΕΚ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΕΡΗΜΙΤΟΥ
ΕΤΟΣ 1975 ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Αναρτήθηκε από PROSKINITIS στις 8:42 μ.μ. 0 σχόλια 


▣ Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου