Ὥρα δέκα καὶ τριάντα. Εἶναι ἡ ὥρα ποὺ μᾶς μετροῦν σὰν ζῶα - τὸ σὰν εἶναι ὑποθετικὸ στὴν ὠμὴ πραγματικότητα ἐδῶ. Εἶσαι ἕνα κεφάλι ζώου χωρὶς γνώμη, χωρὶς ”θέλω„ χωρὶς δικαιώματα. Ἐδῶ δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ παραπονεθεῖς γιὰ κάτι ποὺ σὲ προσβάλλει, οὔτε ἔχεις τὸ δικαιῶμα νὰ ἀντιδράσεις σὲ ὁ,τιδήποτε θεωρεῖς ἄδικο. Κι ἂν ἀντιδράσεις; Σὲ περιμένει ἡ ἀπομόνωση ἢ κάποιο βαρὺ πειθαρχικό, ποὺ ἀργότερα θὰ δυσκολέψει τὴν ἀποφυλάκισή σου. Οἱ βαριὲς σιδερένιες πόρτες
ἔκλεισαν μ' ἕνα ἀπαίσιο θόρυβο ποὺ μ' ἔκανε νὰ φρικάρω, ὁ θάλαμος μὲ τόσες ἄγνωστες γυναῖκες ἦταν ἕνα θλιβερὸ θέαμα, ἡ συμβίωση ἐδῶ εἶναι δυσβάστακτη. Πρέπει τὰ ἄτομα νὰ εἶναι φτιαγμένα ἀπὸ τὸ ἴδιο γνήσιο ὑλικὸ γιὰ νὰ ὑπάρχει μία ἄρτια συγκατοίκηση. Δὲν ἦταν γιὰ μένα ἡ καλύτερη κατάληξη νὰ εἶμαι ἐδῶ· κι ὅμως εἶμαι ἐδῶ, σ' αὐτὸ τὸ περίεργο μαντρί, ὅπου ὅλα εἶναι μουτρωμένα κι ἄχρωμα. Παντοῦ πλανιέται μία θλίψη, ἕνας φόβος, μία ἀπόγνωση, μὲ τὶς ψυχές μας κρεμασμένες στὸ τσιγκέλι τοῦ χασάπη, ἕτοιμες νὰ τὶς μαγειρέψουν ὅ,τι ὥρα θέλουν.
Οἱ ὧρες περνοῦσαν, κι ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ κλείσω τὰ μάτια μου. Οἱ σκέψεις εἶχαν θολώσει τὸ μυαλό μου, ἔψαχνα νὰ βρῶ λύσεις, ἕνα ἀντίφεγγο τῆς ζωῆς, μπᾶς καὶ σταθῶ ὄρθια στὰ πόδια μου.
Ἡ μόνη σωτηρία μου εἶναι ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ πίστη μου στὸν Θεό. Ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀντλῶ δύναμη γιὰ νὰ μπορέσω νὰ συνεχίσω τὴν Ὀδύσσεια ποὺ ἁπλώνεται ἀπέραντη μπροστά μου.
Οἱ γυναῖκες κοιμοῦνται· ἄλλες ἤρεμες κι ἄλλες μὲ ἐφιαλτικὰ ὄνειρα, ποὺ ταράζουν τὰ ἤρεμα νερὰ τῆς ψυχῆς τους. Τὰ κουρασμένα βλέφαρά μου γέρνουν στὸ κάλεσμα τοῦ ὕπνου, μὰ δὲν πρόλαβα. Οἱ βαριὲς πόρτες ἄνοιξαν, καὶ μία βραχνὴ φωνὴ ἄρχισε νὰ ξεφωνίζει:
- Σηκωθεῖτε, κατεβάστε μία -
μία τὸ ἐσώρουχό σας καὶ μετὰ βγεῖτε ἔξω νὰ κάνουμε ἔρευνα.
- Τὴν τύχη μου τὴ μαύρη, τί εἶναι πάλι τοῦτο; Ἀναρωτιέμαι ἀγανακτισμένη.
Ἡ Βάνα, μία
κρατούμενη ἀπὸ τὸ διπλανὸ κρεβάτι, μὲ εἰρωνικὸ ὕφος μοῦ ἀπαντάει:
- Ἅ!!! Μὴν φοβᾶσαι. Αὐτὸ γίνεται τακτικά· ψάχνουν
γιὰ χάπια, ναρκωτικά, αἰχμηρὰ ἀντικείμενα, φαίνεται
πὼς κάποιος χαφιὲς τοὺς ἔχει πεῖ ἀηδίες.
Δὲν τῆς ἀπάντησα. Δὲν εἶχα ὄρεξη γιὰ ἄσκοπα λόγια, σηκώθηκα ἀνόρεχτη, μὲ τὰ μηνίγγια μου νὰ βουῒζουν. Βγῆκα στὸν διάδρομο καὶ ξέσπασα σὲ λυγμούς. Ἤθελα νὰ ξεσπάσω, νὰ βγάλω ἀπὸ μέσα μου ὅλο τὸ βάρος ποὺ μὲ πλάκωνε ὅλες αὐτὲς τὶς ὀδυνηρὲς ὧρες. Ἤμουν πολὺ θυμωμένη κι ἀπογοητευμένη ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, γιὰ νὰ εἶμαι λογικὴ καὶ ψύχραιμη. Δὲν ἤθελα νὰ λυγίσω, κι ὅμως λύγισα. Ἡ ἀπόγνωση εἶχε ἀποτυπωθεῖ στὸ πρόσωπό μου μὲ δύο βαθιὲς ρυτίδες ποὺ φανέρωναν ὅλη τὴν ψυχική μου κούραση. Ἡ ἔρευνα τελείωσε, ἔφυγαν οἱ δεσμοφύλακες κι ὅλες οἱ γυναῖκες, μὲ τὴν ἀγωνία στὸ βλέμμα μας τρέξαμε
στοὺς θαλάμους καὶ στὰ κελιά. Ἕνα συρτὸ σὰν ἀμανὲς Ἅ!!!! ἀκούστηκε, ἡ πτέρυγα ἔμοιαζε μὲ βομβαρδισμένο κτίριο.
Μὲ πόνο ψυχῆς ψάχνουμε μέσα στὰ συντρίμια νὰ βροῦμε τὰ σκορπισμένα κομμάτια μας. Γέμισε ἡ ψυχή μας μ' ἀγανάκτηση καὶ θυμό. Νιώθω νὰ ζῶ μακριὰ ἀπὸ τὴν τρέχουσα πραγματικότητα,
σ' ἕναν αἰώνα ἄγνωστο μὰ καὶ πολὺ γνώριμο... (
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ).
Από το ομόνυμο
βιβλίο πρώην κρατουμένης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου