ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Οἱ διαδικασίες, γιὰ νὰ περάσεις μέσα στὸν ἰδιαίτερο χῶρο τῆς φυλακῆς, εἶναι πολλές, ἐπίπονες, ἀλλὰ κι ἀφόρητα ἐπώδυνες. Ἡ εἰκόνατης ἀπαίσια, ἡ μυρωδιά της ἀποπνικτική· ἄρχισε κιόλας νὰ βρωμίζει τὴν ψυχή μου, νὰ τὴν ταπεινώνουν καὶ νὰ τὴν ἐξευτελίζουν μὲ τὸν πιὸ χυδαῖο τρόπο τους, ὅταν ἡ δεσμοφύλακας μὲ αὐστηρὸ ὕφος μὲ ὑποχρεώνει νὰ σταθῶ μπροστά της ὁλόγυμνη, ὅπως μὲ γέννησε ἡ δόλια μάνα μου, κι ἀμέσως νὰ ἀνέβω πάνω σὲ μία ἰατρικὴ καρέκλα νὰ μοῦ κάνει κάποια ἄλλη δεσμοφύλακας ποὺ ἔκανε χρέη νοσοκόμας
«Κολπική». Κέρωσα, χάθηκε τὸ ἔδαφος ἀπὸ τὰ πόδια μου, τὰ δάκρυα ἄρχισαν νὰ τρέχουν σὰν μικροὶ σταλακτίτες πάνω στὰ χλωμά μου
μάγουλα· δάγκωσα μὲ ὀργὴ τὰ χείλη μου μέχρι ποὺ μάτωσαν, ἡ φωνή μου ἔφραξε, δὲν μποροῦσα νὰ οὐρλιάξω· μόνο ἕνας πικρὸς κόμπος ἀνεβοκατέβαινε στὸ στεγνὸ λαρύγγι μου. Ζῶ ἕναν ἀδυσώπητο ἐφιάλτη, οἱ ρυτίδες τῆς ταπείνωσης καὶ τοῦ ἐξευτελισμοῦ σκάβουν βαθιὰ τὸ φαράγγι τῆς ψυχῆς μου, ἡ κατάρα ἔχει σφραγίσει τὸ εἶναι μου κι ὁ δρόμος της μὲ ὁδηγεῖ στὴν πόρτα τῆς συμφορᾶς. Ἀτελείωτη ἡ τιμωρία μου - ἂς εἶναι θὰ τὴν ἀντέξω κι αὐτὴ τὴν φάπα, δὲν ἔχω ἄλλη ἐπιλογή. Νιώθω ἐγκλωβισμένη, τσακισμένη, ξεγύμνωσαν τὴν ψυχή μου χωρὶς προσχήματα, καὶ πόσα ἀκόμη θὰ ὑποστῶ ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει! Εἶμαι πολὺ θυμωμένη μὲ τὸν ἑαυτό μου ποὺ δὲν ἔβγαλα ἀπὸ μέσα μου τὸν τσαμπουκά, γιατί δὲν τόλμησα νὰ ἀντισταθῶ στὸ κατεστημένο
καὶ τὴν ὑποκριτικὴ τῆς Δικαιοσύνης
Ἡ διαρκὴς ἐξονυχιαστικὴ διαδικασία τῆς ξεγυμνωμένης μου ἀξιοπρέπειας εἶχε τέλος, μὲ τὴν ἀπόγνωση νὰ χορεύει μέσα
στὸ θολὸ βλέμμα μου. Ἡ δεσμοφύλακας μοῦ ἔκανε νόημα νὰ τὴν ἀκολουθήσω τὴν ὥρα ποὺ ἄνοιγε μία βαριὰ σιδερένια πόρτα γιὰ νὰ περάσω μέσα στὸν ἰδιαίτερο χῶρο τῆς φυλακῆς.
Ἔντρομη, μὲ τοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς μου νὰ σφυροκοποῦν μέσα στὰ στήθη μου,
διανύω ἕνα πολὺ μακρὺ διάδρομο γιὰ νὰ φθάσω στὸ ἰσόγειο τῆς Βʹ πτέρυγας, ὅπου ἐκεῖ θὰ ἔμεινα… γιὰ πόσο…; Ἄγνωστο· εἶναι μεγάλη ἡ τροχιὰ καὶ τὸ ταξίδι μέσα
στὸ ἄπειρο χάος. Ἐδῶ, ὅταν μπαίνεις, ἡ πόρτα εἶναι ὀρθάνοιχτη, μά, ὅταν θέλεις νὰ φύγεις, πρέπει
νὰ λιώσεις τόσο πολύ, ὥστε νὰ χωρέσεις στὴν τρύπα τῆς κλειδαρότρυπας γιὰ νὰ ἀποφυλακιστεῖς. Δειλὰ - δειλά, μὲ τὸν φόβο νὰ κάνει χαρακιὲς στὸ πρόσωπό μου, μπαίνω στὴν πτέρυγα, ἀφήνω σὲ μία γωνία τὸν σάκο μου καὶ θρονιάζομαι ἀπελπισμένη πάνω σὲ μία πλαστικὴ καρέκλα ποὺ βρῆκα μπροστά μου.
Τὸ μυαλό μου εἶχε φύγει, τὰ μηνίγγια μου
χτυποῦσαν σὰν χαλασμένο βιολί, ἡ νευρικότητα κλωτσοῦσε μέσα μου. Δὲν μποροῦσα νὰ συγκεντρωθῶ· εἶχα μία ταραχή, τὰ πόδια μου ἔτρεμαν κι ὁ θυμὸς ἔκλεισε τὴν ἀναπνοή μου. Δὲν συνειδητοποίησα πόση ὥρα ἔμεινα ἀκίνητη, συντροφιὰ μὲ τὴν ἐρημιὰ τῆς ψυχῆς μου, μέσα στὸν λαβύρινθο τοῦ ἀδιέξοδου, προσπαθώντας
νὰ παραμερίσω τὴν γκρίζα σκόνη ἀπὸ τὸ ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ τέλμα ποὺ εἶχα περιπέσει. Ἡ ἄγνοιά μου γι αὐτὸ τὸ καινούργιο ἄγνωστο περιβάλλον ἀρχίζει νὰ μὲ προβληματίζει ἔντονα, νιώθω ἀνασφαλὴς καὶ πολὺ μπερδεμένη μὲ τὶς σκέψεις μου. Πόσο
κακὸ ἔκανα στὸν ἑαυτό μου καὶ πόσο πόνο κι ἀπόγνωση προκάλεσα στὴν οἰκογένειά μου γιὰ ἕνα λάθος ἀπὸ αὐτὰ τὰ λάθη ποὺ κάνει ὁλόκληρη ἡ κοινωνία ‑
μόνο οἱ νεκροὶ δὲν κάνουν λάθη. Κι ὅμως στὸν παρανομαστὴ ἐγὼ καὶ μόνο ἐγὼ βρίσκομαι. Βλέπω νὰ καταρρακώνουν
τὰ ἰδανικά μου, νὰ ἐξευτελίζουν τὴν ἀξιοπρέπειά μου, νὰ θάβουν τὴν ψυχή μου μέσα στὰ σκουπίδια.
- Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη κατάντια ἀπὸ τὸ νὰ παραδίνεσαι ἀμαχητί σὲ τούτη τὴν ἀποκτήνωση, ψέλισα, μὲ μία
μελαγχολικὴ εἰρωνεία.
Ἕνα
πικρὸ
παράπονο γέμισε τὰ
στήθη μου, σηκώθηκα καὶ πῆγα στὸ τέρμα τοῦ
διαδρόμου, ὅπου
εἶχε
ἕνα
παράθυρο, γιὰ νὰ μὲ χτυπήσει ὁ
δροσερὸς ἀέρας νὰ συνέλθω. Ἦταν
πολλὰ ὅσα ἔγιναν σήμερα· γιὰ νὰ τὰ ἀντέξω ὅλα
ἤθελα
μία παύση, ἕνα
μικρὸ
διάλειμμα, νὰ ἠρεμήσω τὴν φουρτουνιασμένη ψυχῆ μου καὶ νὰ βάλω σὲ μία τάξη ὅλες
τὶς
σκέψεις ποὺ μὲ βασανίζουν. Τὰ βουρκωμένα μάτια μου εἶχαν καρφωθεῖ πάνω στὶς κρατούμενες, ποὺ
περνοῦσαν
ἀδιάφορες
ἀπὸ μπροστά μου σὰν ἀλλόκοτες φυσιογνωμίες. Λὲς καὶ ἦταν βγαλμένες μέσα ἀπὸ κάποιο οἰκουμενικὸ δειγματολόγιο. Τὰ πρόσωπά τους σκυθρωπά, ρυτιδιασμένα,
σκυφτές, μὲ
πλαδαρὰ
κορμιά, χαμένες μέσα στὴν
γκρίζα σκόνη τῆς
ζωῆς
τους, κουβαλώντας γιὰ
χρόνια τὸν βαρὺ σταυρὸ τοῦ
γολγοθά τους.
Γυναῖκες
ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη
τοῦ πλανήτη,
ἄγνωστες
μεταξὺ ἀγνώστων, ἡ κάθε μία μὲ τὴν δική της νοοτροπία, μὲ τὴν δική
της προσωπικότητα. Μὲ νευρικὲς κινήσεις πῆρα ἀπὸ τὸ πακέτο μου ἕνα τσιγάρο, τὸ ἄναψα καὶ ἀμέσως μετὰ ἀπὸ δύο
ρουφηξιές, τὸ ἔσβησα, χτυπώντας τὴν ἀναμμένη ἄκρη
του ἐπανειλημμένα
πάνω σ' ἕνα
παλιὸ τσίγγινο
τασάκι. Οἱ δυνάμεις
μου ἴσια
- ἴσια
ποὺ μὲ κρατοῦσαν ὄρθια,
ἡ ζωή
μου ἔχει
τώρα πιαστεῖ στὸ δόλωμά της καί, ἀνήμπορη, σπαρταράω στ' ἀγκίστρι της. Ἡ ἀπόγνωση ἄρχισε
νὰ μὲ πνίγει σὰν μία ἀράχνη, πλέκοντας τὴν ὀδύνη καὶ τὴν συμφορὰ γύρω μου. Ἀπογοητευμένη ἀπ' ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ζωῆς,
παρακολουθῶ βουβή,
μέσα ἀπὸ τὰ ἀραδιασμένα
γεωμετρικὰ κάγκελα
τοῦ παραθύρου,
τὸ πορφυρὸ ἡλιοβασίλεμα κι ἀναστέναξα
μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου.
Θεέ μου!!!! Πῶς θὰ περάσει αὐτὴ ἡ νύχτα…;
Πῶς θὰ περνοῦν οἱ δεκάδες…
οἱ χιλιάδες
μέρες καὶ νύκτες
ἐδῶ μέσα στὸ νεκροταφεῖο τῶν ζωντανῶν νεκρῶν; Μὲ τὸ σὸκ νὰ μοῦ προκαλεῖ ἕνα ψυχικὸ μαρασμό,
πῆρα
ἀπὸ τὸν σάκο μου μία πετσέτα καὶ μπῆκα
σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία μικρὰ ντουζάκια, ποὺ εἶναι γιὰ περίπου
ἑξήντα
γυναῖκες
τοῦ ὀρόφου μας, νὰ κάνω ἕνα ντοὺζ νὰ χαλαρώσω καὶ νὰ διώξω ἔστω
καὶ προσωρινὰ ὅλες τὶς ἔννοιές μου. Ἄφησα τὸ καυτὸ νερὸ νὰ τρέχει πάνω στὸ σῶμα μου, ἤθελα νὰ βγάλω
ὅλη
τὴν βρῶμα ἀπὸ πάνω
μου, νὰ πάρω
βαθιὲς ἀνάσες γιὰ νὰ ἀντέξω τὶς μπόρες ποὺ ἔρχονται. Βγῆκα ἀπὸ τὸ μπάνιο κι ἀμέσως πῆγα στὸν θάλαμο
νὰ στρώσω
τὸ κρεβάτι,
νὰ ξαπλώσω
καὶ νὰ κρυφτῶ κάτω ἀπὸ τὶς κουβέρτες, γιὰ νὰ μὴν βλέπω τὴν ἀχαλίνωτη δυστυχία ποὺ ἁπλώνεται σὰν ἕνα ὡραῖο μαῦρο σατὲν σεντόνι πάνω στὶς ψυχές
μας.
Ἕνα
πικρὸ παράπονο
γέμισε τὰ στήθη
μου, σηκώθηκα καὶ πῆγα στὸ τέρμα τοῦ διαδρόμου,
ὅπου
εἶχε
ἕνα
παράθυρο, γιὰ νὰ μὲ χτυπήσει ὁ δροσερὸς ἀέρας νὰ συνέλθω.
Ἦταν
πολλὰ ὅσα ἔγιναν σήμερα· γιὰ νὰ τὰ ἀντέξω ὅλα
ἤθελα
μία παύση, ἕνα
μικρὸ διάλειμμα,
νὰ ἠρεμήσω τὴν φουρτουνιασμένη ψυχῆ μου καὶ νὰ βάλω σὲ μία τάξη ὅλες
τὶς σκέψεις
ποὺ μὲ βασανίζουν. Τὰ βουρκωμένα μάτια μου εἶχαν καρφωθεῖ πάνω στὶς κρατούμενες, ποὺ περνοῦσαν ἀδιάφορες ἀπὸ μπροστά μου σὰν ἀλλόκοτες φυσιογνωμίες. Λὲς καὶ ἦταν βγαλμένες μέσα ἀπὸ κάποιο οἰκουμενικὸ δειγματολόγιο. Τὰ πρόσωπά τους σκυθρωπά, ρυτιδιασμένα, σκυφτές,
μὲ πλαδαρὰ κορμιά, χαμένες μέσα στὴν γκρίζα σκόνη τῆς ζωῆς τους, κουβαλώντας γιὰ χρόνια τὸν βαρὺ σταυρὸ τοῦ γολγοθά
τους.
Γυναῖκες
ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη
τοῦ
πλανήτη, ἄγνωστες
μεταξὺ ἀγνώστων, ἡ κάθε μία μὲ τὴν δική της νοοτροπία, μὲ τὴν δική
της προσωπικότητα. Μὲ νευρικὲς κινήσεις πῆρα ἀπὸ τὸ πακέτο μου ἕνα τσιγάρο, τὸ ἄναψα καὶ ἀμέσως μετὰ ἀπὸ δύο
ρουφηξιές, τὸ ἔσβησα, χτυπώντας τὴν ἀναμμένη ἄκρη
του ἐπανειλημμένα
πάνω σ' ἕνα
παλιὸ τσίγγινο
τασάκι. Οἱ δυνάμεις
μου ἴσια
- ἴσια
ποὺ μὲ κρατοῦσαν ὄρθια,
ἡ ζωή
μου ἔχει
τώρα πιαστεῖ στὸ δόλωμά της καί, ἀνήμπορη, σπαρταράω στ' ἀγκίστρι της. Ἡ ἀπόγνωση ἄρχισε
νὰ μὲ πνίγει σὰν μία ἀράχνη, πλέκοντας τὴν ὀδύνη καὶ τὴν συμφορὰ γύρω μου. Ἀπογοητευμένη ἀπ' ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ζωῆς,
παρακολουθῶ βουβή,
μέσα ἀπὸ τὰ ἀραδιασμένα
γεωμετρικὰ κάγκελα
τοῦ παραθύρου,
τὸ πορφυρὸ ἡλιοβασίλεμα κι ἀναστέναξα
μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου.
Θεέ μου!!!! Πῶς θὰ περάσει αὐτὴ ἡ νύχτα;
Πῶς θὰ περνοῦν οἱ δεκάδες…
οἱ χιλιάδες
μέρες καὶ νύκτες
ἐδῶ μέσα στὸ νεκροταφεῖο τῶν ζωντανῶν νεκρῶν; Μὲ τὸ σὸκ νὰ μοῦ προκαλεῖ ἕνα ψυχικὸ μαρασμό,
πῆρα
ἀπὸ τὸν σάκο μου μία πετσέτα καὶ μπῆκα
σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία μικρὰ ντουζάκια, ποὺ εἶναι γιὰ περίπου
ἑξήντα
γυναῖκες
τοῦ ὀρόφου μας, νὰ κάνω ἕνα ντοὺζ νὰ χαλαρώσω καὶ νὰ διώξω ἔστω
καὶ προσωρινὰ ὅλες τὶς ἔννοιές μου. Ἄφησα τὸ καυτὸ νερὸ νὰ τρέχει πάνω στὸ σῶμα μου, ἤθελα νὰ βγάλω
ὅλη
τὴν βρῶμα ἀπὸ πάνω
μου, νὰ πάρω
βαθιὲς ἀνάσες γιὰ νὰ ἀντέξω τὶς μπόρες ποὺ ἔρχονται. Βγῆκα ἀπὸ τὸ μπάνιο κι ἀμέσως πῆγα στὸν θάλαμο
νὰ στρώσω
τὸ κρεβάτι,
νὰ ξαπλώσω
καὶ νὰ κρυφτῶ κάτω ἀπὸ τὶς κουβέρτες, γιὰ νὰ μὴν βλέπω τὴν ἀχαλίνωτη δυστυχία ποὺ ἁπλώνεται σὰν ἕνα ὡραῖο μαῦρο σατὲν σεντόνι πάνω στὶς ψυχές
μας..(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ μιας πρώην κρατουμένης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου