Ένας νέος άνθρωπος έγινε υποχείριο του διαβόλου, με
αποτέλεσμα να καταληφθεί από πνεύμα πονηρό, που πολλές φορές
τον έσπρωχνε άλλοτε στη φωτιά και άλλοτε στο νερό, με σκοπό να
τον θανατώσει. Ο πατέρας του νεαρού ζήτησε αρχικά τη βοήθεια των
μαθητών του Χριστού, αλλά αυτοί δεν κατάφεραν να διώξουν το
δαιμόνιο. Τότε ο πατέρας κατέφυγε στον Χριστό, ο οποίος και
θεράπευσε τον νέο (Κυριακή Ι΄ Ματθαίου).
Το γεγονός εγείρει πολλά ερωτήματα, όπως: Πώς είναι δυνατόν
ένας νέος άνθρωπος, ακόμα και ένα μικρό παιδί, να γίνεται θύμα του
διαβόλου και να κατέχεται ολοκληρωτικά από αυτόν; Και σε μια
εποχή προοδευμένη στο έπακρο σαν τη δική μας, ποια θέση μπορούν
να έχουν τέτοια γεγονότα; Οι σύγχρονοι άνθρωποι στην πλειονότητά
τους δεν δέχονται ύπαρξη διαβόλου. Διηγήσεις για δαιμονισμό και
κατοχή από πονηρά πνεύματα είναι τουλάχιστον αφελείς κατ’ αυτούς.
Τα σχετικά περιστατικά αποδίδονται σε σχιζοφρένεια και συναφείς
παθήσεις ψυχολογικές.
Ακόμα και κληρικοί δυσκολεύονται να αποδεχθούν ευθέως και
πλήρως δαιμονικές ενέργειες επί του ανθρώπου. Όντως η εποχή μας
έχει προχωρήσει σε τεράστιο βαθμό στη γνώση και την επιστήμη.
Παρ’ όλ’ αυτά, τα γεγονότα δείχνουν ότι είναι και σε ύψιστο βαθμό
υποταγμένη στον σατανισμό, στη λατρεία του δαίμονα.
Ενίοτε για την ταλαιπωρία των παιδιών και των νέων από την
επενέργεια των πονηρών πνευμάτων ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό ή
και αποκλειστικά οι γονείς. Έχουν καταγραφεί σχετικά περιστατικά
όντως συγκλονιστικά.
Μεταξύ των πολλών αναφέρεται και η περίπτωση της
Αικατερίνης Κράκαρη από τον Πειραιά. Ήταν ένα κορίτσι με
εξαιρετική ομορφιά, αλλά ο πατέρας της, επιστάτης σε γυμνάσιο,
ήταν τρομερά βλάστημος. Κάποια φορά βλαστήμησε την κόρη του,
την έστειλε στον διάβολο, και η κοπέλα δαιμονίστηκε αμέσως.
Ταλαιπωρήθηκε μια ζωή από φοβερό δαιμόνιο, σκορπίζοντας πόνο,
θλίψη και τρόμο σε όλους τους δικούς της.
Την επισκέφθηκε κάποτε και ένας κληρικός από την Αλεξάνδρεια
της Αιγύπτου, που έλεγε ότι δεν κυκλοφορούν δαιμόνια σήμερα. Και
θεωρούσε την κοπέλα απλώς σχιζοφρενή. Το δαιμόνιο όμως τον
ξεσκέπασε παντελώς, φανέρωσε δημόσια τις αμαρτίες του και
βιαιοπράγησε εναντίον του. Ο «προοδευτικός» ιερέας σωριάστηκε
χάμω από την ταραχή του, τον μάζεψαν από κει σηκωτό.
Μετά από πολλές προσπάθειες έφεραν την άρρωστη κάποτε
(Απρίλιο του 1926) στον άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα. Φώναζε με
φοβερή έξαψη και ονόμαζε τον άγιο «νυχά», επειδή το λείψανό του
είχε διατηρηθεί άφθαρτο και τα νύχια στα δάχτυλά του είχαν λίγο
μεγαλώσει. «Ο νυχάς, έλεγε, ξεπερνάει τον Καψάλη (=άγιο Γεράσιμο)
της Κεφαλλονιάς. Αυτός βλέπεις είναι και Δεσπότης». Μετά τη Θεία
Λειτουργία την άλειψαν με λάδι από το καντήλι του αγίου. Έπεσε
κάτω, σπάραζε βγάζοντας αφρούς από το στόμα, έγινε κατάχλωμη
σαν νεκρή. Σε μισή ώρα άνοιξε τα μάτια της ψιθυρίζοντας: «Πού
βρίσκομαι; Θεέ μου, λευτερώθηκα»!
Από τότε έμεινε στο μοναστήρι ως μοναχή μέχρι την κοίμησή της
το 1968. Έγινε πασίγνωστη για τη βαθειά της ευλάβεια.
Οικοδομούμε τις ψυχές των παιδιών μας μετά φόβου Θεού, ή τις
γκρεμίζουμε ασυλλόγιστα στην άβυσσο της φριχτής δαιμονικής
μισανθρωπίας;